Πυκνώνουν διαρκώς τα σύννεφα πάνω από την παγκόσμια οικονομία και ιδιαίτερα πάνω από την Ευρώπη. Ο πόλεμος στην Ουκρανία και τα συνεπακόλουθα ρήγματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, τα αυξανόμενα επιτόκια με στόχο την ανάσχεση του πληθωρισμού και τα νέα κύματα της πανδημίας με τα lockdowns στην Κίνα και τον αντίκτυπο στην ανάπτυξή της αποτελούν ένα εκρηκτικό μείγμα που οδηγεί την οικονομία σε επιβράδυνση. Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει το ΔΝΤ που τονίζει πως η προοπτική παγκόσμιας ανάπτυξης έχει επιδεινωθεί περαιτέρω από τον περασμένο μήνα, οπότε και έδωσε στη δημοσιότητα την έκθεσή της για την παγκόσμια οικονομία. Ως εκ τούτου το Ταμείο αναθεωρεί εκ νέου επί τα χείρω τις προβλέψεις του για την ανάπτυξη αυτή τη φορά στο 2,7% από το 2,9% στο οποίο την είχε αναθεωρήσει τον Οκτώβριο.
Σε σύντομη αναφορά του, την οποία ετοίμασε ενόψει της συνόδου του G20 που αρχίζει σήμερα στην Ινδονησία, το Ταμείο επικαλείται τους δείκτες υπεύθυνων προμηθειών (ΡΜΙ) που δόθηκαν προσφάτως στη δημοσιότητα και κατατείνουν σε περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και επιδείνωση της κατάστασης ιδιαιτέρως στην Ευρώπη. Οπως υπογραμμίζει, στις περισσότερες οικονομίες του G20 οι δείκτες αυτοί σκιαγραφούν την αποδυνάμωση του τομέα της μεταποίησης και του τομέα των υπηρεσιών. Τονίζει μάλιστα πως τον Οκτώβριο υπήρξε η ευχάριστη έκπληξη της ανάπτυξης σε ορισμένες από τις μεγάλες οικονομίες, αλλά όλα δείχνουν πως το δ΄ τρίμηνο οδεύουν προς τη συρρίκνωση και ειδικά στην Ευρώπη. Υπογραμμίζει μάλιστα πως η ενεργειακή κρίση οξύνεται περισσότερο στην Ευρώπη και θα πλήξει καίρια την ανάπτυξη, ενώ εξακολουθεί να οδηγεί τις τιμές σε περαιτέρω επιτάχυνση και ο υψηλός πληθωρισμός θα οδηγήσει σε πιο επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων από όσο είχε αρχικά εκτιμηθεί.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Κίνα, το Ταμείο επισημαίνει πως τα αλλεπάλληλα lockdowns και η κρίση της αγοράς ακινήτων έχουν επιβραδύνει σημαντικά την οικονομία της, όπως προδίδουν τα στοιχεία περί των επενδύσεων, της βιομηχανικής παραγωγής και των λιανικών πωλήσεων. Προεξοφλεί, έτσι, πως η στάση αυτή της Κίνας θα έχει «σημαντικό αντίκτυπο» στις άλλες οικονομίες δεδομένου του καθοριστικού ρόλου που έχει στο εμπόριο η δεύτερη οικονομία του κόσμου. Καταλήγει, έτσι, να επισημαίνει πως «οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία είναι τεράστιες και οι δείκτες κατατείνουν σε ακόμη μεγαλύτερες προκλήσεις στο μέλλον», ενώ το περιβάλλον είναι «σε ασυνήθιστο βαθμό αβέβαιο».
Την ίδια στιγμή, ο τραπεζικός κολοσσός της Morgan Stanley καταλήγει στην ίδια διαπίστωση, καθώς βλέπει τη Βρετανία και την Ευρωζώνη να διολισθαίνουν σε ύφεση, την οποία όμως θεωρεί πιθανόν να αποφύγει η αμερικανική οικονομία χάρη στις μεγάλες αντοχές της αγοράς εργασίας. Διαφέρουν μερικώς οι εκτιμήσεις της Morgan Stanley για την Κίνα, καθώς αισιοδοξεί πως η δεύτερη οικονομία στον κόσμο αίρει σταδιακά τα περιοριστικά μέτρα και τα lockdowns και οδηγείται στην ανάκαμψη στην οποία θα την ακολουθήσουν και άλλες αναδυόμενες αγορές της Ασίας. Εκτιμά πάντως πως αυξάνονται οι κίνδυνοι για περαιτέρω επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας που, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Morgan Stanley, θα αναπτυχθεί μόνον κατά 2,2% το επόμενο έτος. Η εκτίμησή της είναι εν ολίγοις πιο απαισιόδοξη και από εκείνη του ΔΝΤ.
Ειδικότερα προβλέπει πως το 2023 οι ανεπτυγμένες οικονομίες «είτε θα είναι σε ύφεση είτε θα την πλησιάζουν», ενώ οι αναδυόμενες οικονομίες «θα ανακάμπτουν ήπια». Σε ό,τι αφορά ειδικότερα την Κίνα, η Morgan Stanley εκτιμά πως θα σημειώσει ανάπτυξη 5% το 2023, ενώ οι αναδυόμενες αγορές θα αναπτυχθούν μόνον κατά 3,7% και η μέση ανάπτυξη ανάμεσα στις 10 πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του πλανήτη δεν θα υπερβεί το 0,3%. Προβλέπει πως στις οικονομίες της Ασίας η ανάπτυξη θα είναι 3,4% το α΄ τρίμηνο του 2023 αλλά θα επιταχυνθεί στο 4,6% το δεύτερο τρίμηνο του επόμενου έτους.
Εκτιμά, άλλωστε, πως θα αποφύγουν την ύφεση οι ΗΠΑ αλλά η προσγείωσή της δεν θα είναι απολύτως ομαλή καθώς επιβραδύνεται ο ρυθμός με τον οποίο δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και η ανεργία αρχίζει να αυξάνεται σταθερά. Προβλέπει, έτσι, πως η οικονομία της υπερδύναμης θα αυξηθεί το επόμενο έτος κατά μόλις 0,5%. Αποδίδει τον χαμηλό ρυθμό στις αυξήσεις των επιτοκίων και προβλέπει πως «ο αθροιστικός αντίκτυπος της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής θα επεκταθεί από το 2023 στο 2024 με αποτέλεσμα να είναι δύο συναπτά έτη χαμηλής ανάπτυξης». Ευελπιστεί, επίσης, πως ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ κορυφώνεται το τρίμηνο που διανύουμε και θα αποκλιμακωθεί στη συνέχεια για να υποχωρήσει στο 2,9% στα τέλη του επόμενου έτους.
Bloomberg- kathimerini