Για τρίτη φορά µέσα στο τρέχον έτος η ΕΚΤ µείωσε χθες τα επιτόκια του ευρώ. Είναι η πρώτη φορά έπειτα από 13 χρόνια που προχωράει σε χαλάρωση της νοµισµατικής πολιτικής της µε τέτοιο γρήγορο ρυθµό. Της το επιτρέπει η υποχώρηση του πληθωρισµού σε επίπεδα κάτω του στόχου του 2%, αλλά παράλληλα την αποφασιστικότητά της υπαγορεύουν τα στοιχεία που δόθηκαν προσφάτως στη δηµοσιότητα, όπως η επιβράδυνση της οικονοµικής δραστηριότητας στον ιδιωτικό τοµέα και κάποιες ρωγµές στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας που προδίδουν πως η οικονοµία της Ευρωζώνης παραµένει αναιµική σε σύγκριση µε την αµερικανική. Η αντίδραση της αγοράς ήταν χλιαρή, µε το ευρώ και τις αποδόσεις των κρατικών οµολόγων να σηµειώνουν αµελητέες µεταβολές, καθώς η κίνηση θεωρείτο αναµενόµενη µετά και τις ενδεικτικές δηλώσεις αρκετών στελεχών της ΕΚΤ, συµπεριλαµβανοµένης και της ίδιας της προέδρου Κριστίν Λαγκάρντ.

Ετσι, µε µία ακόµη µείωση κατά 25 µονάδες βάσης η τράπεζα περιόρισε το κόστος δανεισµού στο 3,25% και στη σχετική ανακοίνωση υπογράµµισε πως «η ενηµέρωση που έχουµε για τον πληθωρισµό καταδεικνύει πως η πορεία αποκλιµάκωσης των τιµών έχει δροµολογηθεί πλήρως». Η τράπεζα µπορεί πράγµατι να ισχυριστεί πλέον ότι κατόρθωσε να τιθασεύσει τον χειρότερο πληθωρισµό των τελευταίων δεκαετιών, που τον περασµένο µήνα επιβραδύνθηκε στο 1,7%. Στην ανακοίνωσή της, πάντως, η τράπεζα επαναλαµβάνει πως «θα διατηρήσει το ύψος των επιτοκίων σε περιοριστικά επίπεδα για όσο χρειαστεί».

Η ΕΚΤ απέφυγε να διευκρινίσει πότε ή πόσο σύντοµα πρόκειται να προχωρήσει σε περαιτέρω µείωση του κόστους δανεισµού και στην καθιερωµένη συνέντευξη Τύπου µετά τη συνεδρίαση της τράπεζας η πρόεδρος Κριστίν Λαγκάρντ είπε πως οι αποφάσεις θα λαµβάνονται σε κάθε συνεδρίαση ανάλογα µε τις εξελίξεις. Προς το παρόν, πάντως, στις αγορές επικρατεί η εκτίµηση ότι θα ακολουθήσουν άλλες τρεις µειώσεις επιτοκίων µέχρι τον Μάρτιο του επόµενου έτους. Μιλώντας στο Reuters, ο Τζανλουίτζι Μαντρουτζάτο, οικονοµολόγος της EFG Asset Management, εξέφρασε την εκτίµηση πως «δεδοµένων των κινδύνων που απειλούν την ανάπτυξη και µε τις πληθωριστικές πιέσεις να υποχωρούν, θα υπάρξουν και άλλες µειώσεις επιτοκίων, αρχής γενοµένης από τον ∆εκέµβριο, θα συνεχιστούν µέσα στο 2025 µέχρις ότου φτάσουν στο λεγόµενο ουδέτερο επίπεδο που η ΕΚΤ ορίζει γύρω στο 2%».

Η χθεσινή κίνηση της ΕΚΤ, που µάλλον δεν φαινόταν πιθανή ακόµη και πριν από πέντε εβδοµάδες, σηµατοδοτεί πράγµατι µια επιτάχυνση του ρυθµού µε τον οποίο αποσύρει κάθε ανασταλτικό παράγοντα στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης.

Η κ. Λαγκάρντ υπογράµµισε, βέβαια, πως η ΕΚΤ δεν διαβλέπει κίνδυνο ύφεσης προς το παρόν και αντιθέτως εκπονεί τα σχέδιά της µε βάση την υπόθεση ότι η οικονοµία της Ευρωζώνης οδεύει προς µια «οµαλή προσγείωση», δηλαδή προς χαµηλότερους αλλά πάντως θετικούς ρυθµούς ανάπτυξης. Ερωτώµενη από δηµοσιογράφους σχετικά µε την προοπτική να αντιµετωπίσει η Ευρωζώνη υψηλούς δασµούς στις εξαγωγές της σε περίπτωση επανεκλογής του Ντόναλντ Τραµπ, η κ. Λαγκάρντ αρκέστηκε να δηλώσει πως θα πρόκειται για εµπόδια στο εµπόριο που αποτελούν κίνδυνο για την Ευρώπη. Οπως τόνισε, «κάθε περιορισµός, κάθε πηγή αβεβαιότητας, κάθε εµπόδιο στο εµπόριο έχει σηµασία για µια οικονοµία όπως η ευρωπαϊκή που είναι εντελώς ανοιχτή». Πρόσθεσε, άλλωστε, πως η ΕΚΤ παρακολουθεί προσεκτικά τις µεταβολές στις τιµές του πετρελαίου και το πώς αυτές επηρεάζονται από τον πόλεµο στη Μέση Ανατολή.

kathimerini