Τριπλή θα είναι η στήριξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προς την Ελλάδα, µετά το τέλος του έκτακτου προγράµµατος PEPP τον Μάρτιο και παρά τη µη συµµετοχή της χώρας στο κανονικό πρόγραµµα ποσοτικής χαλάρωσης (APP). Θα έχει τη δυνατότητα να αγοράσει ελληνικά οµόλογα αξίας τουλάχιστον 20 δισ. ευρώ και να υπερκαλύψει έτσι την εκδοτική δραστηριότητα του ελληνικού ∆ηµοσίου, στέλνοντας ένα σαφές και ισχυρό µήνυµα στις αγορές.

Υπέρ και τα «γεράκια»

Αυτή η στήριξη θα έρθει µέσω της επέκτασης της περιόδου επανεπενδύσεων, της ευελιξίας που θα έχουν αυτές, αλλά και της πιθανότητας να ενεργοποιηθεί εκ νέου το PEPP εάν χρειαστεί. Είναι σηµαντικό πως όλα τα µέλη του διοικητικού συµβουλίου ήταν υπέρ αυτής της στήριξης για την Ελλάδα –ακόµη και τα «γεράκια»– και αυτό ήταν το αποτέλεσµα συστηµατικής δουλειάς από όλα τα εµπλεκόµενα στελέχη της Τράπεζας της Ελλάδος τους τελευταίους έξι µήνες.

«Αυτό είναι ένα πολύ ισχυρό σήµα για την Ελλάδα», τόνισε η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου, επισηµαίνοντας πως η χώρα «έχει ξεκάθαρα σηµειώσει πολύ µεγάλη πρόοδο, ειδικά στο µέτωπο των µεταρρυθµίσεων και η πιστοληπτική της αξιολόγηση έχει βελτιωθεί σηµαντικά». Η ΕΚΤ αναφέρθηκε ρητά στην Ελλάδα στην ανακοίνωση των αποφάσεων της συνεδρίασης και όπως εξήγησε η κ. Λαγκάρντ, αυτό έγινε γιατί δεν κατέχει ακόµη επενδυτική βαθµίδα.

Ετσι, το διοικητικό συµβούλιο αποφάσισε να παρατείνει τον χρονικό ορίζοντα επανεπένδυσης των ποσών κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράµµατος PEPP κατά τη λήξη τους τουλάχιστον µέχρι το τέλος του 2024, από το 2023 που ήταν πριν, κάτι που µεγαλώνει το παράθυρο στήριξης για την Ελλάδα.

Παράλληλα, ξεκαθάρισε ότι οι επανεπενδύσεις µπορεί να γίνουν µε έµφαση προς τα ελληνικά οµόλογα, που σηµαίνει ότι θα αγοράζει ελληνικά οµόλογα ακόµη και µε κεφάλαια από άλλα οµόλογα της Ευρωζώνης που λήγουν. Πιο συγκεκριµένα, στην περίπτωση νέου κατακερµατισµού στις αγορές που σχετίζεται µε την πανδηµία, όπως τόνισε η ΕΚΤ, οι επανεπενδύσεις στο πλαίσιο του PEPP µπορούν ανά πάσα στιγµή να προσαρµοστούν µε ευελιξία ως προς τον χρόνο, τις κατηγορίες στοιχείων ενεργητικού και τις χώρες. «Η ευελιξία αυτή θα µπορούσε να συµπεριλαµβάνει την αγορά οµολόγων που εκδίδει η Ελλάδα επιπλέον της αξίας των οµολόγων που επανεπενδύεται στη λήξη τους, προκειµένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη συγκεκριµένη χώρα, η οποία θα µπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη µετάδοση της νοµισµατικής πολιτικής προς την ελληνική οικονοµία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάµπτει από τις επιπτώσεις της πανδηµίας», όπως σηµειώθηκε χαρακτηριστικά.

Η τρίτη οδός στήριξης είναι µέσω της δυνατότητας επανενεργοποίησης του PEPP. «Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα µπορούσαν να ξεκινήσουν εκ νέου, εφόσον κριθεί αναγκαίο, για την αντιµετώπιση αρνητικών διαταραχών που σχετίζονται µε την πανδηµία», σηµείωσε η ΕΚΤ. Αυτό θα έρθει έπειτα από απόφαση του ∆.Σ. της ΕΚΤ, ενώ –όπως εξήγησε η Κρ. Λαγκάρντ– δεν υπάρχει συγκεκριµένο ποσό κεφαλαίων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι πέραν των περίπου 100 δισ. ευρώ που θα έχουν αποµείνει στον φάκελο του PEPP όταν αυτό λήξει, µπορεί να προστεθούν και άλλα εάν χρειαστεί.

Η απειλή παρέµβασης

Οι αναλυτές είχαν επισηµάνει πως το σηµαντικό ήταν η ΕΚΤ να πείσει τους επενδυτές ότι στόχος της είναι να συνεχίσει να διατηρεί το κόστος δανεισµού του ελληνικού ∆ηµοσίου υπό έλεγχο. Η ρητή αναφορά στην Ελλάδα στην ανακοίνωσή της αποτελεί συνεπώς ένα ισχυρό και ξεκάθαρο µήνυµα. Οπως σηµείωσε στην «Κ» και ο Ντένις Σεν, επικεφαλής για την Ελλάδα του οίκου Scope Ratings, µια τέτοια υποστήριξη, το λεγόµενo «central-bank-put», ή η απειλή παρέµβασης, εµποδίζει την όποια πιθανή «επίθεση» στην Ελλάδα από τις αγορές.

Ελευθερία Κουρταλή