Ενα «φάντασμα» από το παρελθόν, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ήρθε ξανά στο προσκήνιο, με αφορμή τις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν που το υπολόγισαν στο ανησυχητικό 11,8% του ΑΕΠ το 2022, αλλά και το έντονο προειδοποιητικό «καμπανάκι» του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα για το συγκεκριμένο θέμα.
Μάλιστα, ο κεντρικός τραπεζίτης ανέδειξε και την άλλη όψη του ελλείμματος του ισοζυγίου πληρωμών: την αρνητική αποταμίευση. «Πρέπει να μειωθεί πολύ το δημόσιο έλλειμμα, να γίνει πλεόνασμα, αλλά και οι εθνικές αποταμιεύσεις να αυξηθούν», είπε σε συνέντευξή του στη «Ναυτεμπορική» την περασμένη εβδομάδα. «Δεν χρειαζόμαστε μέτρα που μειώνουν τις εθνικές αποταμιεύσεις».
Πράγματι, το έλλειμμα του ισοζυγίου εκτός από την υστέρηση των εξαγωγών μας σε σύγκριση με τις εισαγωγές αποκαλύπτει και μια δεύτερη εικόνα: την υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε σύγκριση με τις επενδύσεις.
Με άλλα λόγια, οι αποταμιεύσεις μας δεν αρκούν για να χρηματοδοτηθούν οι επενδύσεις που πραγματοποιούνται. Αυτό συμβαίνει επειδή η κατανάλωση είναι υψηλή. Ετσι, χρειάζεται να δανειστούμε για να επενδύσουμε. Μια κατάσταση που προφανώς δεν είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
Μόνο την περίοδο της πανδημίας, 2020-2021, όταν η κατανάλωση είχε προσγειωθεί πολύ χαμηλά, πέρασε η αποταμίευση σε θετικό έδαφος, αλλά στη συνέχεια η κατανάλωση αυξήθηκε και πάλι με υψηλότερους ρυθμούς από το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα, με αποτέλεσμα να ξαναγίνει αρνητική η ροπή προς αποταμίευση.
Ολο το πρόβλημα καταλήγει στην εξής απλή διαπίστωση: Δαπανάμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε. Πρόκειται για μια μόνιμη πληγή της ελληνικής οικονομίας, που φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να θεραπευθεί ριζικά στη μνημονιακή περίοδο.
Μπορεί να μην απασχόλησε τον προεκλογικό διάλογο, ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι, το πρόβλημα θα το βρούμε μπροστά μας τα επόμενα χρόνια αν δεν θεραπευθεί, με αύξηση της εγχώριας παραγωγής και υποκατάσταση των εισαγωγών. Οι αγορές θα σκεφθούν κάποια στιγμή ότι μια χώρα της οποίας το εξωτερικό χρέος αυξάνεται συνεχώς δεν είναι διατηρήσιμη, προειδοποιούν.
Το μοντέλο ανάπτυξης
Ο Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, επεσήμανε πρόσφατα στο Φόρουμ των Δελφών ότι αν και για τη διεύρυνση του εξωτερικού ελλείμματος ευθύνονται εν μέρει οι συγκυριακοί παράγοντες της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης, η επιμονή του διαχρονικά δείχνει ότι αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομίας.
Το υπόδειγμα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας δεν έχει μεταρρυθμιστεί επαρκώς ώστε κάθε επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης να μη συνοδεύεται από ακόμη μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών. Κάθε αύξηση της κατανάλωσης αυξάνει τις εισαγωγές και οι επενδύσεις έχουν επίσης πολύ μεγάλο ποσοστό εισαγόμενων αγαθών, τόνισε. Οπως εξήγησε ο ίδιος, μόνο το ήμισυ σχεδόν της επιδείνωσης του ισοζυγίου την περίοδο 20192022 οφείλεται στην αύξηση της τιμής των καυσίμων.
Ο κ. Αναστασάτος αναδεικνύει κι αυτός το θέμα της αποταμίευσης, τονίζοντας ότι η αύξησή της πρέπει να αποτελέσει βασική επιδίωξη, ώστε να συγκρατηθεί η κατανάλωση και άρα οι εισαγωγές και να εξοικονομηθούν πόροι για επενδύσεις.
Το πρόβλημα αφορά όχι μόνο τους ιδιώτες, αλλά και το κράτος. Τα επιδόματα που μοιράζει το κράτος γίνονται κατανάλωση, θυμίζουν οι οικονομολόγοι. Αντίθετα, η Ιρλανδία επέλεξε να διοχετεύσει τους φόρους από τα υπερέσοδα των εταιρειών όχι σε επιδόματα, αλλά σ’ ένα κρατικό ταμείο αποταμίευσης για την αντιμετώπιση μελλοντικών αναγκών.
Ο κ. Στουρνάρας άφησε σαφή αιχμή στη συνέντευξή του, με αφορμή όσα υπόσχονται τα κόμματα ότι θα δώσουν, προκειμένου να εκλεγούν. Οπως είπε, δεν πρέπει τα μέτρα που εξαγγέλλονται να μειώνουν τις εθνικές αποταμιεύσεις και να επιδεινώνουν την ανταγωνιστικότητα.
Ο στόχος της κυβέρνησης είναι να αυξήσει το ποσοστό των επενδύσεων από το 14% του ΑΕΠ όπου βρίσκεται σήμερα, στο 22% του ΑΕΠ που είναι ο μέσος όρος της Ε.Ε. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς να αυξηθούν οι αποταμιεύσεις που θα χρηματοδοτήσουν την αύξηση των επενδύσεων.
Βελτίωση από φέτος
Η εικόνα του ισοζυγίου αναμένεται να βελτιωθεί από φέτος. Σύμφωνα με τη Eurobank, το έλλειμμα θα υποχωρήσει από το 9,6% του ΑΕΠ (είναι διαφορετικός ο τρόπος υπολογισμού σε σχέση με την Κομισιόν) στο 7% του ΑΕΠ φέτος, ενώ η Εθνική Τράπεζα σε πρόσφατη ανάλυσή της προέβλεψε έλλειμμα φέτος 6,5% του ΑΕΠ και στη συνέχεια, μετά το 2024, περαιτέρω υποχώρησή του στο 4% του ΑΕΠ. Ενα ποσοστό που είναι βιώσιμο. Βασίζει την εκτίμησή της αυτή στην αναμενόμενη αύξηση της εξωτερικής ζήτησης, αλλά και στην εντονότερη συσχέτιση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών με το διαθέσιμο εισόδημά τους, καθώς θα έχει περάσει η καταναλωτική έξαρση της μεταπανδημικής περιόδου. Επίσης, η ανάλυση της Εθνικής επεσήμαινε ότι η δημοσιονομική σύσφιγξη μετά την πανδημία θα συνεισφέρει κι αυτή στην περαιτέρω βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αντίστοιχα, η Κομισιόν προβλέπει μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου από το 11,8% του ΑΕΠ το 2022 στο 9,2% του ΑΕΠ φέτος και στο 7,8% το 2024. Ποσοστό που θα παραμένει και τότε, όπως και τώρα, το υψηλότερο στην Ευρωζώνη.
Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή