Με όρους και προϋποθέσεις που θυμίζουν τα μνημόνια θα αποδεσμεύονται τα κονδύλια από τις Βρυξέλλες. Θορύβησε την κυβέρνηση το «καμπανάκι» ανώτερου κοινοτικού αξιωματούχου για την καθυστέρηση του πτωχευτικού.
Στο τέλος τους φθάνουν οι πανηγυρισμοί για τα 32 δισ. ευρώ που εξασφάλισε η χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αρχίζει η… προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα των όρων και προϋποθέσεων που θέτει η Ε.Ε. για την εκταμίευση επιδοτήσεων και φθηνών δανείων. Μια πραγματικότητα που, όπως γίνεται σαφές στα κυβερνητικά στελέχη, δεν θα απέχει πολύ από το conditionality των μνημονίων: «τα λεφτά θα αποδεσμεύονται, όσο υλοποιείτε το συμφωνημένο πρόγραμμα».
Η Ελλάδα μπορεί να ήταν από τις πρώτες χώρες που υπέβαλαν στην Κομισιόν το εθνικό σχέδιο για την αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ένα σχέδιο που σχολιάζεται θετικά από αξιωματούχους των Βρυξελλών, όπως έκανε πρόσφατα σε διαδικτυακή συζήτηση του ΙΟΒΕ ο υποδιευθυντής της Διεύθυνσης Οικονομικών της Κομισιόν, Ντέκλαν Κοστέλο, ως ένα σχέδιο που κινείται στις βασικές ευρωπαϊκές κατευθύνσεις για επενδύσεις στην «πράσινη» οικονομία και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, εμπλουτισμένο με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.
Ωστόσο, και ενώ αναμένεται μέσα στους πρώτους μήνες του 2021 να πάρει την έγκριση της Κομισιόν το ελληνικό σχέδιο, αυτό δεν σημαίνει ότι από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά αρχίζει μια ανέφελη πορεία, όπου οι κρουνοί της παροχής κονδυλίων από τις Βρυξέλλες θα ανοίξουν και θα παραμένουν μόνιμα ανοικτοί, μέχρι να ολοκληρωθούν τα προγράμματα του Ταμείου Ανάκαμψης, μια πενταετία αργότερα.
Τούτο συμβαίνει όχι μόνο γιατί τα φιλόδοξα επενδυτικά προγράμματα που εμπεριέχονται στο εθνικό σχέδιο αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν υψηλό βαθμό δυσκολίας και θα κληθεί να τα φέρει σε πέρας ο ίδιος κρατικός μηχανισμός που επί χρόνια αδυνατέι να εκτελέσει πλήρως και αποτελεσματικά το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και τα προγράμματα του ΕΣΠΑ -σε περίπτωση καθυστερήσεων στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των προγραμμάτων, είναι σαφές ότι θα καθυστερούν και οι εκταμιεύσεις.
Από το Ταμείο Ανάκαμψης στην ενισχυμένη εποπτεία...
Το πιο δύσκολο σταυρόλεξο στη δομή και τη λειτουργία του Ταμείου Ανάκαμψης είναι ότι, με βάση την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το σχέδιο αξιοποίησης των κονδυλίων από κάθε κυβέρνηση συνδέεται άρρηκτα με το μηχανισμό επιτήρησης των οικονομιών από την Κομισιόν, το λεγόμενο ευρωπαϊκό εξάμηνο. Ένα μηχανισμό που έχει σχεδιασθεί για να επιτρέπει στην Κομισιόν το πρώτο εξάμηνο κάθε έτους να ελέγχει την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική των κρατών και να διατυπώνει συστάσεις για μέτρα πολιτικής. Στο σχέδιο για την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης θα ενσωματωθούν οι συστάσεις της Κομισιόν, που διατυπώθηκαν τον Μάιο του 2020 (δείτε εδώ το σχετικό κείμενο για την Ελλάδα).
Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Ελλάδας, το ευρωπαϊκό εξάμηνο είναι, με τη σειρά του, άρρηκτα συνδεδεμένο με το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, στο πλαίσιο του οποίου γίνονται οι τριμηνιαίοι έλεγχοι από τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς και εξετάζεται αν η Ελλάδα υλοποιεί το πρόγραμμα, για το οποίο δεσμεύθηκε το 2018, όταν τελείωσε η εποχή των μνημονίων, με τις τροποποιήσεις και προσθήκες που συμφωνούνται κάθε φορά.
Όπως τονίζεται σχετικά στο κείμενο των συστάσεων προς την Ελλάδα:
Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος χρηματοδοτικής συνδρομής στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας το 2018, η Ελλάδα υπόκειται σε ενισχυμένη εποπτεία σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 472/2013.Με την ενεργοποίηση της ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα αναγνωρίζεται το γεγονός ότι, μεσοπρόθεσμα, η Ελλάδα χρειάζεται να συνεχίσει να θεσπίζει μέτρα για την αντιμετώπιση των πιθανών πηγών μακροοικονομικών ανισορροπιών, εφαρμόζοντας παράλληλα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για τη στήριξη ισχυρής και βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Η Ελλάδα δεσμεύτηκε στην Ευρωομάδα της 22ας Ιουνίου 2018 να συνεχίσει όλες τις καίριες μεταρρυθμίσεις που εγκρίθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος μέχρι την πλήρη ολοκλήρωσή τους. Η Ελλάδα δεσμεύτηκε επίσης να εφαρμόσει ειδικά μέτρα που συνδέονται με τις δημοσιονομικές και τις δημοσιονομικές-διαρθρωτικές πολιτικές, την κοινωνική πρόνοια, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις αγορές εργασίας και προϊόντων, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, τη δημόσια διοίκηση και την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Πρώτες προειδοποιήσεις από τις Βρυξέλλες με αιχμή τον πτωχευτικό νόμο
Προς το παρόν δεν είναι απολύτως σαφές πώς θα εφαρμοσθεί στην πράξη αυτό το πλέγμα κανόνων, όρων και προϋποθέσεων, που ευθέως συνδέουν τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, οι οποίες έχουν συμφωνηθεί για την έξοδο της χώρας από το μνημόνιο, με την εκταμίευση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Το πιθανότερο είναι ότι, στην πρώτη φάση, θα εγκριθεί με σχετικά χαλαρό τρόπο το σχέδιο αξιοποίησης, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που δημιουργεί η πανδημία, και η Ελλάδα θα λάβει, όπως και οι άλλες χώρες, μια έγκριση για προκαταβολή του 13% των συνολικών πόρων που δικαιούται από το Ταμείο.
Όμως, από τις Βρυξέλλες αρχίζουν να φθάνουν ήδη τα πρώτα μηνύματα, που καθιστούν σαφές ότι για την Ελλάδα τα δύσκολα τώρα αρχίζουν. Σε πρόσφατη διαδικτυακή συζήτηση που οργάνωσε το ΙΟΒΕ, ο Ντέκλαν Κοστέλο, αφενός, κράτησε επιφυλακτική στάση για τη δυνατότητα των ελληνικών διοικητικών μηχανισμών να υλοποιήσουν με αποτελεσματικότητα τις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.
Αφετέρου, προχώρησε σε μια σύνδεση δύο φαινομενικά άσχετων θεμάτων, με τρόπο που προβληματίζει την κυβέρνηση. Μιλώντας για τις καθυστερήσεις στην εφαρμογή του νέου πτωχευτικού νόμου, ο οποίος υποτίθεται ότι ενεργοποιείται την 1η Ιανουαρίου 2021, αλλά είναι πλέον βέβαιο ότι θα καθυστερήσει αρκετά, το ανώτερο στέλεχος της Κομισιόν άφησε να εννοηθεί ότι θα γίνει μεν ανεκτή μια καθυστέρηση μερικών μηνών, αλλά τόνισε ότι η καθυστέρηση δεν θα πρέπει να ξεπεράσει το πρώτο εξάμηνο του 2021, δηλαδή το χρόνο όπου θα πρέπει να γίνει η πρώτη εκταμίευση από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Η τοποθέτηση αυτή αναδεικνύει ένα σοβαρό πρόβλημα που μπορεί να ανακύψει, στην περίπτωση που οι καθυστερήσεις στην εφαρμογή συμφωνημένων μεταρρυθμίσεων αρχίσουν να φέρνουν σε δύσκολη θέση την Κομισιόν, αφήνοντας την Επιτροπή εκτεθειμένη σε κριτική, αν παραγνωρίζει τις αστοχίες και συνιστά να προχωρούν κανονικά οι εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης προς την Ελλάδα.
Η περίπτωση του πτωχευτικού νόμου είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική μιας υπόθεσης που δημιουργεί αμηχανία στις Βρυξέλλες. Ύστερα από πολλές πιέσεις, η Αθήνα ενέκρινε με μεγάλη καθυστέρηση, τον Νοέμβριο, τον νέο πτωχευτικό νόμο. Μάλιστα, αυτή η έγκριση έγινε το βασικό στοιχείο προόδου στις μεταρρυθμίσεις, το οποίο επικαλέσθηκαν η Κομισιόν και το Eurogroup, προκειμένου να εγκρίνουν πρόσφατα την ενεργοποίηση του νέου πακέτου μέτρων ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους, ύψους 767 εκατ. ευρώ.
Όμως, η συνέχεια δεν δικαίωσε τις προσδοκίες των Βρυξελλών για ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης, αφού, όπως τόνισε και ο Ντ. Κοστέλο στην ίδια συζήτηση, για να εφαρμοσθεί ο νέος νόμος απαιτούνται συνολικά 53 υπουργικές αποφάσεις. Αυτές έχουν καθυστερήσει, συμπαρασύροντας και την προσαρμογή των λειτουργιών των τραπεζών για την εφαρμογή του νέου νόμου, με αποτέλεσμα να γίνεται λόγος από όσους παρακολουθούν στενά τη διαδικασία ακόμη και για καθυστέρηση της εφαρμογής ως το φθινόπωρο, ενώ στο μεσοδιάστημα θα υπάρξει νομικό κενό και, μάλιστα, σε μια περίοδο όπου, όπως τόνισε και ο Ντ. Κοστέλο, η κρίση θα έχει αυξήσει τον αριθμό των επιχειρήσεων που θα πρέπει να πτωχεύσουν ή να εξυγιανθούν με βάση τον πτωχευτικό νόμο.
Το μήνυμα που στέλνει η Κομισιόν προς την ελληνική κυβέρνηση είναι πλέον αρκετά σαφές: ζητείται να φροντίσει τουλάχιστον να μην μείνουν πίσω εμβληματικές, συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις, όπως ο νέος πτωχευτικός νόμος, με τρόπο που θα έφερνε τις Βρυξέλλες στη δυσάρεστη θέση να χρειασθεί να εξετάσουν αν μπορούν να γίνουν οι εκταμιεύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης, παρά τις παρατηρούμενες καθυστερήσεις.
Τέτοιες εμπλοκές μπορούν να εμφανισθούν από πολλές πλευρές, καθώς είναι γνωστό ότι η Ελλάδα έχει δυσκολίες σε βασικές συμφωνημένες μεταρρυθμίσεις. Πέραν του πτωχευτικού νόμου, ένα άλλο γνωστό παράδειγμα είναι η μόνιμη αδυναμία του κράτους να μηδενίσει, όπως είναι συμφωνημένο, τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του. Στην περίπτωση των καθυστερούμενων συντάξεων, που έχουν διογκωθεί πλησιάζοντας τα 620 εκατ. ευρώ, η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί ότι θα πληρωθούν στο σύνολό τους ως το τέλος του 2021, αλλά ως τώρα όλα έδειχναν ότι και αυτός ο στόχος θα χαθεί. Σε μια προσπάθεια να ξεπεράσει το πρόβλημα, η κυβέρνηση νομοθετεί τη δυνατότητα πρόσληψης συνταξιούχων του ΕΦΚΑ που θα αναλάβουν τη διεκπεραίωση αιτήσεων συνταξιοδότησης με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και με πλήρη, παράλληλα, καταβολή της σύνταξής τους.
Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό σκέλος του προγράμματος που εφαρμόζει η Ελλάδα με ενισχυμένη εποπτεία των Θεσμών, μπορεί οι ιδιαίτερες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία να αφήνουν περιθώρια αποκλίσεων και το 2021, όμως από το 2022 κάποιο συμφωνημένο στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα θα κληθεί να επιτύχει η Αθήνα. Σε περίπτωση αποκλίσεων, θα έχει και πάλι να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο «μπλόκου» στις εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ουσιαστικά, για την Ελλάδα μόλις άρχισε ένας νέος μαραθώνιος πενταετούς διάρκειας, όπου η κυβέρνηση και ο διοικητικός μηχανισμός θα κληθούν ίσως να κάνουν μεγαλύτερη προσπάθεια και από αυτή που έγινε όταν εφάρμοζαν τα τρία διαδοχικά μνημόνια, αφού θα πρέπει να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά και παραγωγικά τεράστια επενδυτικά κεφάλαια και, ταυτόχρονα, να υλοποιήσουν πολλές και δύσκολες μεταρρυθμίσεις, με την απειλή ότι σε τυχόν «στραβοπατήματα», θα διακόπτονται οι χρηματοδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης. Όπως το έθεσε ο βετεράνος τεχνοκράτης, Τόμας Βίζερ, επί σειρά ετών πρόεδρος του Euro Working Group, σε μελέτη που ετοίμασε για λογαριασμό του Ευρωκοινοβουλίου, «η θετική αξιολόγηση των αιτημάτων πληρωμής θα υπόκειται στην ικανοποιητική εκπλήρωση των σχετικών στόχων και οροσήμων».
Νώντας Χαλδούπης businessdaily.gr