Αύξηση του μέσου όρου ημερών αποπληρωμής των προμηθευτών από τους πελάτες τους το 2017, σε σύγκριση με το 2016, δείχνει για την Ελλάδα το βαρόμετρο για τις πρακτικές πληρωμών, που διενεργεί η εταιρεία ασφάλισης πιστώσεων Atradius. Μάλιστα, αν και οι προμηθευτές δίνουν μεγαλύτερο περιθώριο για την εξόφληση των τιμολογίων, η καθυστέρηση μετά τη λήξη της ημερομηνίας αυτών έχει επίσης αυξηθεί, με τον συνολικό χρόνο αποπληρωμής να διαμορφώνεται το 2017 σε 111 ημέρες κατά μέσον όρο, από 95 ημέρες το 2016. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2,5% της αξίας των τιμολογίων δεν εισπράττεται ποτέ, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο στη Δυτική Ευρώπη. Αν μη τι άλλο, τα στοιχεία δείχνουν αφενός την ασφυκτική πίεση που δημιουργεί η έλλειψη ρευστότητας στις επιχειρήσεις και αφετέρου την περιορισμένη αποτελεσματικότητα που έχει μέχρι στιγμής στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων η νομοθεσία περί καθυστέρησης πληρωμών.
Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της Atradius, το 52,1% των πωλήσεων στην Ελλάδα (συναλλαγές με εγχώριους πελάτες και πελάτες του εξωτερικού) πραγματοποιούνται επί πιστώσει. Ειδικότερα, το 60,6% (από 65% πέρυσι) των συναλλαγών με εγχώριους πελάτες γίνεται επί πιστώσει, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό με πελάτες του εξωτερικού είναι 43,7% (από 48,3% πέρυσι). Παρά τη μείωση των συναλλαγών επί πιστώσει που παρατηρείται φέτος σε σύγκριση με το 2016, το ποσοστό στην Ελλάδα παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Οπως επισημαίνει η Atradius, η Ελλάδα μαζί με τη Δανία, όπου το ποσοστό πωλήσεων που πραγματοποιούνται επί πιστώσει είναι 56,4%, την Ιρλανδία (το αντίστοιχο ποσοστό είναι 48,2%) και τη Σουηδία (47,8% των συναλλαγών επί πιστώσει) είναι από αυτή την άποψη οι πιο «φιλικές» για το εμπόριο χώρες. Σε αντίθεση όμως με ό,τι συμβαίνει στις άλλες χώρες, στην Ελλάδα η δυνατότητα πληρωμής με πίστωση και μάλιστα πολλών ημερών παρέχεται κυρίως στους εγχώριους πελάτες.
Το τελευταίο φαίνεται και από τα εξής: η ημερομηνία λήξης των τιμολογίων για τους εγχώριους πελάτες αυξήθηκε το 2017 στις 64 ημέρες κατά μέσον όρο έναντι 59 πέρυσι, ενώ για τους πελάτες εξωτερικού στις 43 ημέρες κατά μέσον όρο έναντι 28 πέρυσι. Παρά την αύξηση ωστόσο του συμβατικού χρόνου εξόφλησης των τιμολογίων, αυξήθηκαν περισσότερο και οι ημέρες καθυστέρησης, σε 47 από 36 πέρυσι στην περίπτωση των εγχώριων πελατών και σε 13 από 6 πέρυσι στην περίπτωση των πελατών εξωτερικού. Με άλλα λόγια, μια επιχείρηση στην Ελλάδα πληρώνεται κατά μέσον όρο έπειτα από 3,5 μήνες από την έκδοση του τιμολογίου, όταν ο πελάτης της είναι επίσης επιχείρηση στην Ελλάδα και έπειτα από δύο μήνες στις συναλλαγές της με επιχειρήσεις του εξωτερικού.
Το πρόβλημα ρευστότητας που υπάρχει στην Ελλάδα και διαταράσσει τις σχέσεις μεταξύ προμηθευτών και πελατών φαίνεται και από το γεγονός ότι παρατηρείται σημαντική αύξηση των εκπρόθεσμων τιμολογίων σε σύγκριση με πέρυσι. Πλέον ανέρχονται στο 38,6% του συνόλου έναντι 31,5% το 2016. Το γεγονός ότι το ποσοστό αυτό είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο στη Δυτική Ευρώπη (40,6%) οφείλεται μάλλον στο ότι ο μέσος χρόνος εξόφλησης των τιμολογίων στην Ελλάδα είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.
Η καθυστέρηση στις πληρωμές προκαλεί ντόμινο επιπτώσεων. Τους τελευταίους 12 μήνες, το 26,1% των ερωτηθέντων στην Ελλάδα δήλωσαν ότι υπέστησαν απώλειες στα έσοδά τους λόγω μη έγκαιρης εξόφλησής τους από τους πελάτες τους, ποσοστό που είναι το υψηλότερο στη Δυτική Ευρώπη. Συνέπεια του παραπάνω ήταν το 20,3% να μεταθέσει για αργότερα τις πληρωμές προς τους προμηθευτές του, ενώ 19,7% δήλωσε ότι έπρεπε να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για να αποκαταστήσει τις ταμειακές ροές.
Kαθημερινή (Δήμητρα Μανιφάβα)