Την ανάγκη να αναλάβει το κράτος ένα μέρος του πιστωτικού κινδύνου για να διευκολυνθεί η χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και να διαχυθούν έτσι τα οφέλη της ανάπτυξης, υποστηρίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
«Είναι σημαντικό να αναπτυχθούν τραπεζικά προϊόντα που να διαμοιράζουν τον κίνδυνο μεταξύ κράτους και τραπεζών», σημειώνει μιλώντας στην «Καθημερινή». Τέτοια προϊόντα θα μπορούσαν να είναι, κατά τον ίδιο, εγγυήσεις ή και ασφάλιση πιστώσεων, που θα χρηματοδοτούνται μέσω πόρων του ΕΣΠΑ. Στην κατεύθυνση αυτή, προσθέτει, «δείχνει» η εμπειρία από την περίοδο της πανδημίας, κατά την οποία αυξήθηκαν οι χορηγήσεις σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις ακριβώς επειδή ήταν εγγυημένες από το κράτος, μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας Επιχειρήσεων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, εξασφαλίζοντας παράλληλα ευνοϊκούς όρους για τους δανειολήπτες. Το τέλος της πανδημίας και των μέτρων στήριξης δεν πρέπει να σημαίνει –κατά τον κεντρικό τραπεζίτη– και πλήρη απόσυρση της στήριξης αυτού του είδους στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
«Σήμερα, πολύ καλές και βιώσιμες μικρές επιχειρήσεις δεν έχουν πρόσβαση στον δανεισμό», τονίζει, εξηγώντας ότι η πρότασή του αφορά ασφαλώς αυτή την κατηγορία και όχι μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Αλλωστε, το ελληνικό Δημόσιο δεν είναι σε θέση να προσθέσει επισφαλείς εγγυήσεις, με μεγάλη πιθανότητα να καταπέσουν, κάτι που μπορεί να επιβαρύνει το χρέος του.
Το Ταμείο Ανάκαμψης
Η πρόταση Στουρνάρα έχει διαμηνυθεί στα κυβερνητικά στελέχη, που σχεδιάζουν την πολιτική της επόμενης μέρας της πανδημίας, με κυριότερο όπλο το Ταμείο Ανάκαμψης. Το μεγάλο στοίχημα για την κυβέρνηση είναι και πολιτικό: θα πρέπει να διασφαλίσει μια δημοσιονομική προσαρμογή της τάξης του 10% του ΑΕΠ, μέσα σε μια χρονιά που οδηγεί σε εκλογές. Κι αυτό γιατί το πρωτογενές έλλειμμα, που φέτος προβλέπεται να είναι 7,7% του ΑΕΠ, πρέπει να περιοριστεί στο 0,9% το 2022 και να μετατραπεί σε πλεόνασμα, που υπολογίζεται ότι θα είναι της τάξης του 2%-2,5% το 2023.
Στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αισιοδοξούν ότι η ανάκαμψη θα δώσει τη λύση, αντισταθμίζοντας τη δημοσιονομική σύσφιγξη. Ωστόσο, για να συμβεί αυτό πρέπει τα οφέλη της να διαχυθούν σε όλη την κοινωνία και σ’ αυτή την κατεύθυνση αναπτύσσεται ο προβληματισμός, όπως του κεντρικού τραπεζίτη, για καλύτερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση των τραπεζών από τις μικρότερες επιχειρήσεις.
Ο επακριβής προσδιορισμός των δημοσιονομικών υποχρεώσεων της χώρας θα προκύψει κάποια στιγμή την επόμενη άνοιξη, όπως εκτιμούν οι αναλυτές, με την αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Από τον επόμενο κιόλας μήνα, όμως, τον Δεκέμβριο, αναμένεται να δοθεί το σήμα της ανάγκης για πειθαρχία, στο πλαίσιο της απόφασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις προϋποθέσεις συνέχισης της χρηματοδότησης της Ελλάδας, όταν θα λήξει το έκτακτο πρόγραμμα χορήγησης ρευστότητας PEPP και έως ότου κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα.
Σύμφωνα με προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι, οι προϋποθέσεις αυτές θα βασίζονται στην τήρηση των όρων ενισχυμένης εποπτείας, αλλά και των οροσήμων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ετσι το Ταμείο Ανάκαμψης γίνεται ρυθμιστής, όχι μόνο του ρυθμού ανάπτυξης της χώρας, αλλά και της ρευστότητας της οικονομίας της. Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό έχει ενδιαφέρον ότι συζητείται η ενσωμάτωση της παρακολούθησης των όρων του Ταμείου Ανάκαμψης, που αφορούν κυρίως μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, στο ευρωπαϊκό εξάμηνο, που αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη. Με τον τρόπο αυτό θα υπάρχει μια στιβαρή, ανά εξάμηνο, διαδικασία παρακολούθησης.
Σε ό,τι αφορά το χρέος, η βιωσιμότητά του διευκολύνεται, σύμφωνα με τους αναλυτές, από τα χαμηλά επιτόκια σε συνδυασμό με τους υψηλούς ονομαστικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Ετσι, το χρέος αναμένεται να υποχωρήσει φέτος κάτω από το 200% του ΑΕΠ για να συνεχίσει στο 190% του ΑΕΠ το 2022, εξανεμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την επιβάρυνση λόγω της πανδημίας. Ολα αυτά, βεβαίως, προϋποθέτουν ότι η δυναμική της ανάπτυξης θα διατηρηθεί.
Κάτι που με τη σειρά του μεταφράζεται σε σωστή αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνοδεύουν την εκταμίευσή τους.
Τι έχει δοθεί
Από τα 16,2 δισ. ευρώ νέων δανείων που δόθηκαν το 2020, τα 10,2 δισ. ευρώ κατευθύνθηκαν προς μεγάλες επιχειρήσεις και τα 6,2 δισ. ευρώ προς μικρομεσαίες. Την περίοδο Ιανουαρίου - Αυγούστου 2021 από τα 5,6 δισ. ευρώ των συνολικών νέων δανείων, τα 3,3 δισ. κατευθύνθηκαν στις μεγάλες και τα 2,3 δισ. προς μικρομεσαίες, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε πρόσφατα στη Βουλή ο επικεφαλής οικονομολόγος της ΤΤΕ Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος.
Τα ποσοστά αυτά συμμετοχής των μικρομεσαίων, 37% και 41% αντίστοιχα, είναι αυξημένα σε σχέση με προηγούμενες περιόδους, κυρίως χάρη στις εγγυήσεις που δόθηκαν από το κράτος. Συγκεκριμένα, τα προγράμματα της Αναπτυξιακής Τράπεζας συνεισέφεραν περίπου 6,5 δισ. ευρώ το 2020 και 1,3 δισ. ευρώ την περίοδο Ιανουαρίου - Αυγούστου 2021, ενώ τα προγράμματα ευρωπαϊκών τραπεζών 2,5 δισ. ευρώ και 1,9 δισ. ευρώ αντίστοιχα.
Ειρήνη Χρυσολωρά Καθημερινή