Με ρυθμό +8,6% «τρέχει» φέτος η πιστωτική επέκταση στις επιχειρήσεις, αλλά οι χορηγήσεις νέων δανείων προς μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες είναι σκαλωμένες στο μηδέν. Ποια εμπόδια αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Σε μεγάλες επιχειρήσεις κατευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά το «ποτάμι» των νέων τραπεζικών δανείων που εισέρχονται στην εγχώρια οικονομία, με τις μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες να παραμένουν πρακτικά χωρίς πρόσβαση στο τραπεζικό σύστημα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης, στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου, προς τις επιχειρήσεις αγγίζει το +9% ενώ για τις μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης διαμορφώνεται μόλις στο +0,5%.
Σύμφωνα με τα μηνιαία στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, στο δεκάμηνο Ιανουαρίου – Οκτωβρίου η καθαρή ροή νέων δανείων (νέες εκταμιεύσεις μείον αποπληρωμές παλαιών δανείων) προς τον ιδιωτικό τομέα φτάνει τα 3,65 δισ. ευρώ. Στην πραγματικότητα, οι καθαρές ροές νέων δανείων αφορούν αποκλειστικά τις μεγαλύτερου μεγέθους επιχειρήσεις με τις καθαρές χρηματοδοτήσεις να ανέρχονται σε 5,2 δισ. ευρώ. Αντίθετα σε μόλις 76 εκατ. ευρώ ανέρχεται το σύνολο των καθαρών χρηματοδοτήσεων προς μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι το υπόλοιπο δανείων προς μικρές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες από 10,15 δις. ευρώ που ήταν τον περασμένο Ιανουάριο συρρικνώθηκε στα 8,58 δις. ευρώ στο τέλος Οκτωβρίου.
Ακόμα χειρότερη είναι η εικόνα των χρηματοδοτήσεων προς νοικοκυριά, η οποία διαμορφώνεται σε -1,2 δις. ευρώ, δηλαδή τα δάνεια που αποπληρώθηκαν στο δεκάμηνο ήταν κατά πολύ υψηλότερα από τα νέα δάνεια που εκταμιεύτηκαν.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των τραπεζών, οι εκταμιεύσεις δανείων στο δεκάμηνο του 2020 έχουν αναρριχηθεί στα 15 δισ. ευρώ (χωρίς να υπολογίζονται οι αποπληρωμές παλαιών δανείων), που αποτελεί επίδοση ρεκόρ, αποτέλεσμα των πολλών προγραμμάτων στήριξης, όπως του ΤΕΠΙΧ και της Εγγυοδοσίας, αλλά και της πολιτικής των τραπεζών για τη χρηματοδοτική στήριξη των πελατών τους.
Πολλά παράπονα στην αγορά
Έτσι παρά τους υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης πολλά είναι τα παράπονα στην αγορά για την αδυναμία χιλιάδων επιχειρήσεων να ενταχθούν στα κρατικά προγράμματα ενίσχυσης ρευστότητας, αλλά και για την αρνητική στάση των τραπεζών στο να τους παρέχουν τη ρευστότητα που χρειάζονται στη σημερινή, εξαιρετικά δύσκολη λόγω της πανδημίας, συγκυρία.
Έντονη κριτική προς το τραπεζικό σύστημα, για γραφειοκρατία, δυσκαμψία και υπερβολικά αυστηρά κριτήρια έχουν ασκήσει επιχειρηματίες, φορείς αλλά και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, όπως ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας και ο υπουργός Ανάπτυξης, Άδωνις Γεωργιάδης. Μάλιστα ο κ. Σταϊκούρας έχει αναφέρει πολλές φορές σε δημόσιες ομιλίες του ότι «το τραπεζικό σύστημα οφείλει και προσδοκάται να παρέχει χρηματοδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και χωρίς τις εγγυήσεις ή τα προγράμματα του Δημοσίου, διότι, από την αρχή του έτους, οι τράπεζες έχουν λάβει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα 37 δισ. ευρώ, τα περισσότερα εκ των οποίων με αρνητικά επιτόκια, ενώ οι καταθέσεις έχουν αυξηθεί». Ο κ. Γεωργιάδης έχει ασκήσει έντονη κριτική στις διοικήσεις των τραπεζών για αναποτελεσματικότητα στις χορηγήσεις δανείων.
Τι λένε οι τράπεζες
Από την πλευρά τους οι τράπεζες επισημαίνουν ότι τα δάνεια δίνονται με βάση συγκεκριμένα τραπεζικά κριτήρια, αναγνωρίζοντας ότι ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων, ειδικά των μικρού μεγέθους, δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα κριτήρια. Ωστόσο, τονίζουν, αυτό δεν οφείλεται στην αυστηρότητα των κριτηρίων αλλά στο γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων έχουν αδύναμους ισολογισμούς και δεν ανταποκρίνονται σε βασικά πιστοδοτικά κριτήρια. Την κατάσταση επιτείνει το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει βρεθεί υπό την πίεση μιας δεκαετούς οικονομικής κρίσης που έχει οδηγήσει σε οριακό σημείο μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων.
Υπογραμμίζουν ότι οι τράπεζες εποπτεύονται από την ΕΚΤ και λειτουργούν με βάση συγκεκριμένες διαδικασίες και πλαίσια, τα οποία δεν μπορούν να παρακάμψουν. Επιπλέον, τονίζουν ότι είναι απολύτως απαραίτητο να μη δημιουργηθεί μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων, αποσταθεροποιώντας εκ νέου το τραπεζικό σύστημα και ευρύτερα την εγχώρια οικονομία.
Σημειώνουν χαρακτηριστικά ότι ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων πιστωτικών ανοιγμάτων στο τέλος του 2017 (πριν δηλαδή αρχίσουν οι πωλήσεις «κόκκινων» δανείων) είχε διαμορφωθεί στο 65,4% για τις πολύ μικρές επιχειρήσεις και στο 57% για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δηλαδή πάνω από 6 στα 10 δάνεια δεν αποπληρώθηκαν.
Σε ότι αφορά τα προγράμματα ενίσχυσης της ρευστότητας με την εγγύηση του κράτους, υπογραμμίζουν ότι πρόκειται για ευρωπαϊκά προγράμματα που χορηγούνται με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις, τις οποίες οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες, βάσει νόμου, να ακολουθήσουν.
Το πρόβλημα, σημειώνουν στο Business Daily τραπεζικά στελέχη, είναι ότι τα προγράμματα αυτά είναι σχεδιασμένα για χώρες με πιο ανταγωνιστική δομή οικονομίας και απευθύνονται σε επιχειρήσεις μεγαλύτερου μεγέθους και όχι σε επιχειρήσεις όπως οι εγχώριες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η προβληματική δομή του επιχειρείν
Στην προβληματική δομή του ελληνικού επιχειρείν αναφέρθηκε την προηγούμενη εβδομάδα ο διευθύνων σύμβουλος της Grant Thorton, Βασίλης Καζάς, υπογραμμίζοντας παράλληλα την ανάγκη αξιοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης για τη δημιουργία μεγαλύτερων και πιο ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που να δίνουν έμφαση στην εξωστρέφεια.
Όπως σημείωσε ο κ. Καζάς: «το 99% του ελληνικού επιχειρείν είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Το 48% αυτών απασχολούν λιγότερα από 9 άτομα. Οπότε η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητά τους είναι πολύ χαμηλή. Θα πρέπει να επενδύσουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό Και ίσως μέσω microfinancing να δώσουμε δυνατότητα για πρόσβαση στο δανεισμό σε κάποιους που δεν έχουν τα τυπικά κριτήρια για να δανειστούν από τράπεζα, και να δημιουργήσουμε δίκτυα που θα έχουν εξωστρέφεια.
Επίσης, στρατηγική σημασία για την οικονομική δραστηριότητα έχει και ο πρωτογενής τομέας. Εκεί όμως επικρατεί ο κατακερματισμός, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα, η εξάρτηση από επιδοτήσεις. Θα πρέπει να γίνουν συνεργατικά συστήματα για καθετοποίηση παραγωγής και αύξηση της προστιθέμενης αξίας. Σημαντικό βάρος για το μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας θα έχει η ελληνική βιομηχανία. Θα πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη εξωστρέφεια για να ανταποκριθεί.
Σήμερα τα ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα συμβάλλουν μόνο στο 9% του ΑΕΠ, πολύ μικρό ποσοστό αν το συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα πρέπει να υπάρξει έρευνα και ανάπτυξη για επιταχυνόμενες αποσβέσεις στο ενεργειακό κόστος των επιχειρήσεων, το οποίο είναι κατά 40% υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Βασικός στόχος θα πρέπει να είναι η βελτίωση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων».
Γιάννης Παπαδογιάννης businessdaily.gr