«Ακόμα υψηλότερα για ακόμα μεγαλύτερο διάστημα» αποτιμούν ολοένα και πιο έντονα οι αγορές τα επιτόκια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ειδικά μετά τα νέα στοιχεία για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη.

Το επίπεδο του τελικού επιτοκίου της ΕΚΤ είναι το ένα μέρος της εξίσωσης, αλλά το πόσο θα διατηρηθούν σε αυτά τα επίπεδα είναι αυτό που κοιτούν με μεγαλύτερη νευρικότητα οι αγορές. Καθώς οι επιπτώσεις των υψηλότερων επιτοκίων είναι σημαντικές και δεν έχουν γίνει ακόμα πλήρως αισθητές στην οικονομία, αφού χρειάζονται 9-12 μήνες για να φανεί η πραγματική «ζημία» της νομισματικής σύσφιγξης, η χρονική διάρκεια που θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα αποτελεί και τον βασικότερο παράγοντα για την αγορά.

Προς το παρόν πάντως, όλα τα νέα δεδομένα δικαιολογούν συνέχιση της επιθετικότητας της ΕΚΤ, με τον πληθωρισμό να δοκιμάζει την ανοχή της. Τα στοιχεία του Φεβρουαρίου ήταν ένα μήνυμα αφύπνισης. Επειτα από τρεις διαδοχικές πτωτικές εκπλήξεις για τον πληθωρισμό τους προηγούμενους τρεις μήνες και με τις τιμές του φυσικού αερίου κάτω από τα 50 ευρώ/ MWH με εντυπωσιακή πτώση της τάξης του 65% από τις αρχές Δεκεμβρίου, το έδαφος φαινόταν έτοιμο για μια ακόμη μεγάλη πτώση του πληθωρισμού. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Και ενώ ο ονομαστικός πληθωρισμός υποχώρησε μόνο κατά 0,1%, ο δομικός πληθωρισμός είναι αυτός που τέθηκε στο επίκεντρο –άλλωστε αυτόν «κοιτάει» η ΕΚΤ για τις αποφάσεις πολιτικής– καθώς κατέγραψε αύξηση στο ιστορικό υψηλό του 5,6% σε ετήσια βάση.

«Η ΕΚΤ θα αισθάνεται όλο και πιο άβολα για την καθυστέρηση της εξομάλυνσης του πληθωρισμού, έτσι βλέπουμε αυξημένες πιθανότητες δημιουργίας πιο επιθετικής δυναμικής εντός του διοικητικού συμβουλίου», σημειώνει ο Αντουάν Γκαβό, αναλυτής της Citigroup.

Αν και η ΕΚΤ μπήκε στον χορό της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής πολύ αργότερα από ό,τι άλλες μεγάλες κεντρικές τράπεζες, δεν φαίνεται να έχει άλλη επιλογή από το να συνεχίσει τις αυξήσεις των επιτοκίων για την καταπολέμηση των δευτερογενών επιπτώσεων από την άνοδο των τιμών της ενέργειας. «Η ΕΚΤ θα γίνεται ολοένα και πιο επιθετική, δεδομένης της ισχυρότερης ανάπτυξης και του πιο επίμονου πληθωρισμού, και αν και προς το παρόν συμβαδίζει ίσως τελικά να ξεπεράσει σε επιθετικότητα τη Fed», εκτιμά η Goldman Sachs.

Σε κάποιο βαθμό, οι συζητήσεις στη συνεδρίαση της ΕΚΤ του Φεβρουαρίου, όπως έδειξαν τα πρακτικά που δημοσιεύθηκαν την περασμένη εβδομάδα, φάνηκαν αρκετά προφητικές, όπως παρατηρεί ο επικεφαλής οικονομολόγος της HSBC, Φάμπιο Μπαλμπόνι. Οπως σημειώθηκε, «η συμπίεση των ασφαλίστρων κινδύνου βασίστηκε στη σταθερή πεποίθηση των αγορών ότι η δυναμική του πληθωρισμού ήταν σε απότομη και σταθερή καθοδική τροχιά προς το 2%», ενώ το Δ.Σ. εκτίμησε πως «μια ισχυρότερη επιμονή των υποκείμενων πιέσεων στις τιμές θα μπορούσε να οδηγήσει σε επανεκτίμηση των προοπτικών της νομισματικής πολιτικής και διόρθωση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων».

Αυτό ακριβώς συνέβη τις τελευταίες εβδομάδες, όπως σημειώνει ο Μπαλμπόνι, καθώς τα ισχυρότερα στοιχεία για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη – αλλά και στις ΗΠΑ– και τα επιθετικά σχόλια των μελών του Δ.Σ. της ΕΚΤ οδήγησαν την αγορά σε σημαντική αλλαγή των προσδοκιών για τα επιτόκια.

Ελευθερία Κουρταλή, Καθημερινή