Βαριά ρίχνει τη σκιά του ο πληθωρισμός στην ελληνική οικονομία και κοινωνία, με τα μεν νοικοκυριά να βλέπουν το πραγματικό τους εισόδημα να μειώνεται και να φοβούνται πλέον, υπό τον φόβο ενός νέου σπιράλ ύφεσης, την ανεργία, τις δε επιχειρήσεις να βλέπουν όχι μόνο τα περιθώρια κέρδους να συμπιέζονται από την αύξηση του κόστους παραγωγής και λειτουργίας, αλλά να καταγράφεται και μείωση του όγκου πωλήσεων.

Το χειρότερο είναι ότι το φαινόμενο δεν είναι πρόσκαιρο, με το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) να επισημαίνει στην τελευταία έρευνα οικονομικής συγκυρίας που δημοσιοποιήθηκε χθες και αφορά τον Απρίλιο ότι «καθώς ο πόλεμος συνεχίζεται, με τις κυρώσεις στη Ρωσία, αλλά και από την πλευρά της να διευρύνονται, οι αρνητικές επενέργειες στις τιμές δεν θα υποχωρήσουν αισθητά τους προσεχείς μήνες». Συνολικά ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ελλάδα κατρακύλησε τον Απρίλιο στις 105 μονάδες, από τις 112,1 μονάδες τον Μάρτιο, στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων 12 μηνών.

Επιβαρυμένοι και από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, οι καταναλωτές στην Ελλάδα όχι μόνο παραμένουν οι πιο απαισιόδοξοι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, με μεγάλη απόσταση από τους καταναλωτές στις άλλες χώρες, αλλά η καταναλωτική εμπιστοσύνη επέστρεψε στα χαμηλά επίπεδα της μνημονιακής εποχής, όπως άλλωστε και πολλές καταναλωτικές συνήθειες. Ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης υποχώρησε αισθητά τον Απρίλιο, στις -55,3 μονάδες (από -51,4 μονάδες τον Μάρτιο), επίπεδο αρκετά χαμηλότερο εκείνου πριν από ένα χρόνο (-38,4 μονάδες) και το χαμηλότερο από τον Αύγουστο του 2017. Η εργασιακή ανασφάλεια επιστρέφει, η πρόθεση για μεγάλες αγορές μειώνεται σημαντικά, καθώς αυξάνονται λόγω ανατιμήσεων οι δαπάνες για ηλεκτρικό ρεύμα, μετακινήσεις και διατροφή, ενώ ενισχύεται το ποσοστό των καταναλωτών στο 65%, από 56% τον Μάρτιο, που δηλώνουν ότι «μόλις τα βγάζουν πέρα».

Μεγάλος είναι ο αρνητικός αντίκτυπος των ανατιμήσεων και στους βασικούς επιχειρηματικούς κλάδους, καθώς επιβαρύνεται σημαντικά το κόστος για τη λειτουργία των επιχειρήσεων, ενώ βρίσκονται αντιμέτωπες με την υποχώρηση της ζήτησης. Τα δομικά υλικά, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, έχουν ανατιμηθεί κατά 10,2%, με τις ανατιμήσεις να μην αφορούν μόνο το ενεργειακό κόστος, αλλά και όλα τα υπόλοιπα, από το σίδερο για τον οπλισμό των κτιρίων μέχρι τις μαρμαρόπλακες. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στις κατασκευές εξασθένησε αισθητά τον Απρίλιο, στις 132,2 μονάδες (από 144,1 μονάδες τον Μάρτιο).

Λιανεμπόριο

Στον κλάδο στον οποίο αποτυπώνεται άμεσα αρχικά η αρνητική ψυχολογία των καταναλωτών και στη συνέχεια και η μείωση του πραγματικού εισοδήματος, το λιανεμπόριο, ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών υποχώρησε για τέταρτο συνεχή μήνα, στις 85 μονάδες. Η επιδείνωση είναι αποτέλεσμα κυρίως της χειροτέρευσης των προσδοκιών σε όλους τους κλάδους, με εξαίρεση μόνο τον κλάδο οχημάτων - ανταλλακτικών που απλώς διορθώνει την πολύ άσχημη πορεία του. Υπενθυμίζεται ότι ο τζίρος των σούπερ μάρκετ στο πρώτο τρίμηνο του 2022 υποχώρησε κατά 1,4% (στοιχεία Nielseniq) παρά τη σημαντική αύξηση των τιμών, ενώ από την έρευνα του ΙΟΒΕ προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις του λιανεμπορίου τροφίμων περιορίζουν τις παραγγελίες προς τους προμηθευτές.

Βιομηχανία

Η βιομηχανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις μεγάλες ανατιμήσεις αλλά και με τις μεγάλες καθυστερήσεις στην παραλαβή πρώτων υλών. Σύμφωνα με την S&P Global που καταρτίζει τον δείκτη υπευθύνων προμηθειών στη μεταποίηση, η αύξηση των τιμών εισροών και η μετακύλιση του κόστους στους πελάτες των βιομηχανιών προκάλεσε υποτονική αύξηση των νέων παραγγελιών, ενώ τον Απρίλιο οι χρόνοι παράδοσης των προμηθειών επιμηκύνθηκαν με τον μεγαλύτερο βαθμό που έχει καταγραφεί ποτέ. Για το 2022 η S&P Global αναμένει αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής στην Ελλάδα κατά μόλις 1,4%. Ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία υποχώρησε στις 108,8 μονάδες (από τις 117,1 μονάδες τον Μάρτιο).

Εικόνα επιδείνωσης καταγράφεται και στις υπηρεσίες, με εξαίρεση φυσικά τον τουρισμό, ο οποίος βεβαίως καλείται να ανακάμψει μετά δύο χρόνια σημαντικών απωλειών που προκάλεσε η πανδημία.

Δήμητρα Μανιφάβα Καθημερινή