Νέους κινδύνους για την ελληνική οικονομία προσθέτει η αναμενόμενη στροφή της νομισματικής πολιτικής της Ευρωζώνης, με την πρόωρη, σε σχέση με τις μέχρι πρότινος εκτιμήσεις, αύξηση των επιτοκίων, που επιβάλλουν οι έντονες και επίμονες πληθωριστικές πιέσεις.
Η αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου είναι η πρώτη προφανής συνέπεια, αλλά δεν είναι η μόνη. Οι οικονομολόγοι, αλλά και οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι ανησυχούν για ενδεχόμενη επενδυτική επιβράδυνση, καθώς οι επενδυτές ίσως επιλέξουν ασφαλέστερες και αποδοτικότερες τοποθετήσεις για τα κεφάλαιά τους αλλού, όπως σε ομόλογα. Οι καταναλωτές, επίσης, πιεζόμενοι και από τον πληθωρισμό, ενδεχομένως να επιβραδύνουν την κατανάλωση, συμβάλλοντας και αυτοί στην αποδυνάμωση του ρυθμού ανάπτυξης.
Οι επιχειρήσεις, όπως σημειώνουν οι ίδιοι αναλυτές, θα δεχθούν πλήγμα, καθώς θα αυξηθεί το κόστος δανεισμού και εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους και πιθανώς και ο κύκλος εργασιών τους.
Παράλληλα, περισσότερα δάνεια είναι πιθανό να «κοκκινίσουν», ιδίως αν το φαινόμενο διαρκέσει και η άνοδος των επιτοκίων είναι μεγάλη.
Επιπλέον, όπως αναλογίζονται με ανησυχία στο υπουργείο Οικονομικών, τα υψηλά επιτόκια θα οδηγήσουν σε πιέσεις για επίτευξη υψηλότερων πρωτογενών πλεονασμάτων, καθώς οι πληρωμές τόκων θα αυξηθούν, περιορίζοντας τα όποια δημοσιονομικά περιθώρια για ελαφρύνσεις.
Ο μεγάλος τελικός κίνδυνος είναι φυσικά η επιστροφή στην ύφεση, όπως σημειώνουν. Προς το παρόν, υπάρχουν κάποιες δικλίδες ασφαλείας τις οποίες επικαλούνται οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Η κυριότερη είναι –για φέτος, τουλάχιστον– ο τουρισμός, για τον οποίο υπάρχουν ελπίδες και ενδείξεις ότι θα επιστρέψει στα επίπεδα του 2019.
Στην κυβέρνηση εκτιμούν εξάλλου ότι δεν προβλέπεται μείωση των επενδύσεων, καθώς οι τράπεζες έχουν συσσωρεύσει μεγάλο όγκο κεφαλαίων, ενώ υπάρχει και το εργαλείο του Ταμείου Ανάκαμψης για χαμηλότοκο δανεισμό των επιχειρήσεων. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, αυτή τη στιγμή αξιολογούνται επενδυτικά σχέδια 3 δισ. ευρώ από τις τράπεζες, προκειμένου να δανειοδοτηθούν από το Ταμείο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στη διετία 2020-2021 οι συνολικές καταθέσεις φυσικών προσώπων αυξήθηκαν κατά 20 δισ. ευρώ, ένα ισχυρό καταναλωτικό καύσιμο. Οσο τα επιτόκια είναι χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, σημειώνουν πηγές του οικονομικού επιτελείου, δεν υπάρχει κίνητρο για τους καταναλωτές να κρατήσουν τις αποταμιεύσεις στην τράπεζα και να μην καταναλώσουν.
Η αύξηση του κόστους δανεισμού προφανώς και προκαλεί ανησυχία, υποστηρίζουν στο υπουργείο Οικονομικών, γι’ αυτό άλλωστε και ήδη έσπευσε το ελληνικό Δημόσιο να δανειστεί φέτος δύο φορές. Ωστόσο, επισημαίνουν ότι αυτή έχει ενσωματωθεί στις προβλέψεις τους. Κυβερνητικές πηγές σημειώνουν, εξάλλου, ότι η ελληνική οικονομία διαθέτει ως ασπίδα προστασίας το γεγονός ότι το χρέος της είναι σε μεγάλο ποσοστό ρυθμισμένο με σταθερό επιτόκιο (1,4% το μέσο επιτόκιο) και έχει μεγάλη διάρκεια (20 χρόνια η μέση διάρκεια). Για τις άμεσες ανάγκες δανεισμού, εξάλλου, σε περίπτωση απότομης ανόδου επιτοκίων υπάρχει το μαξιλάρι των ταμειακών διαθεσίμων, που φτάνουν τα 39 δισ. ευρώ. Αρκετά για να καλύψουν δανειακές ανάγκες τριών ετών, αν και φυσικά ένας αποκλεισμός από τις αγορές δεν είναι σκόπιμος, έστω και αν το κόστος είναι υψηλό.
«Η ελληνική οικονομία, αν και υπερχρεωμένη, θα αποδειχθεί ανθεκτική στην κρίση», υποστηρίζει κυβερνητική πηγή, συμπληρώνοντας στα παραπάνω πως ο πληθωρισμός βοηθάει στη μείωση του χρέους, καθώς το τελευταίο υπολογίζεται ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ. Ισχύει και εδώ ο κανόνας της διαφοράς πληθωρισμού με επιτόκια: όταν ο πληθωρισμός είναι υψηλότερος, το χρέος βελτιώνεται.
Η ίδια πηγή σημειώνει επίσης ότι η πιστωτική επέκταση προς τα νοικοκυριά είναι πολύ μικρή από το 2008 και μετά, άρα η επίπτωση σε αυτά από την άνοδο των επιτοκίων δεν θα είναι μεγάλη.
Γεγονός είναι, όπως επισημαίνουν οι οικονομολόγοι, ότι τα θετικά επιτόκια είναι κατά βάση υγιής κατάσταση. Οι αποταμιεύσεις πρέπει να έχουν μια απόδοση και οι τράπεζες ένα επιτοκιακό κέρδος. Το ίδιο υγιής είναι κι ένας χαμηλός πληθωρισμός, γι’ αυτό άλλωστε και ο στόχος της ΕΚΤ είναι να κινείται στην περιοχή του 2%. Ωστόσο, η ανατροπή ήρθε απότομα, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε από μηδενικά σε διψήφια επίπεδα και τα επιτόκια προβλέπεται να ακολουθήσουν επίσης γρήγορη άνοδο, θέτοντας σε κίνδυνο την εύθραυστη ανάκαμψη της οικονομίας.
Η Ελλάδα, έπειτα από μια 8ετή δική της κρίση, ακολουθεί την παγκόσμια οικονομία σε αυτό το τρενάκι του τρόμου, που πυροδοτήθηκε από την πανδημία, την ενεργειακή κρίση και τέλος τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι προβλέψεις, σημειώνουν οι αναλυτές, περικλείουν μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Οι δικλίδες ασφαλείας που δείχνουν να την προστατεύουν κάπως επί του παρόντος, μπορεί να εξαφανιστούν αν η κρίση συνεχιστεί για πολύ καιρό ακόμη.
Ειρήνη Χρυσολωρά Καθημερινή