Σε διψήφιο ποσοστό για πρώτη φορά από το 1995, στο 10,2%, εκτινάχθηκε τον Απρίλιο ο πληθωρισμός, καθώς το κύμα των ανατιμήσεων που ξεκίνησε από την ενέργεια περνάει στο σύνολο σχεδόν των αγαθών και των υπηρεσιών. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τις δαπάνες διαβίωσης, ακόμη και ένα μεσαίο εισόδημα φτάνει οριακά πλέον να καλύψει τις βασικές ανάγκες. Η κατάσταση είναι προφανώς πολύ πιο δύσκολη για τα χαμηλά εισοδήματα. Στην πραγματικότητα, ο εισαγόμενος πληθωρισμός, που και υψηλότερος σε σύγκριση με τις αρχικές εκτιμήσεις θα είναι και μεγαλύτερη διάρκεια θα έχει, υποχρεώνει τα νοικοκυριά να συγκρατήσουν τις δαπάνες τους και τις επιχειρήσεις τις επενδύσεις, κάτι που επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη.
Οι συνέπειες στην ανάπτυξη εκτιμάται ότι μπορούν να αντισταθμιστούν από την ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού φέτος.
Το 10,2% του δείκτη τιμών καταναλωτή του Απριλίου προϊδεάζει ότι η κυβερνητική πρόβλεψη του Προγράμματος Σταθερότητας, προ δεκαημέρου, για μέσο πληθωρισμό 5,6% φέτος, μάλλον θα αποδειχθεί ιδιαιτέρως συντηρητική, όπως εκτιμούσαν στην κυβέρνηση. Οι οικονομολόγοι και αναλυτές που μίλησαν χθες στην «Κ» τοποθετούν πλέον τον μέσο δείκτη πάνω από 6%.
Ανησυχεί το ΥΠΟΙΚ
Η κυβέρνηση ανησυχεί, προφανώς. Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας είπε προχθές στον ΣΚΑΪ ότι ο πληθωρισμός είναι το μεγάλο πρόβλημα της οικονομίας φέτος. Ο υψηλός πληθωρισμός «χτυπάει» σε πολλά μέτωπα και απειλεί να ανατρέψει τον κυβερνητικό σχεδιασμό της επιστροφής της οικονομίας σε ενάρετο κύκλο με άνετη εξυπηρέτηση του χρέους, υψηλές επενδύσεις, σταθερά υψηλή ανάπτυξη, βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Εφόσον αυτός ο κύκλος ανατραπεί, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θα πληρώσει και το αντίστοιχο πολιτικό κόστος, παρότι δεν ευθύνεται άμεσα για την πορεία των τιμών. Πολλά θα εξαρτηθούν προφανώς από τη διάρκεια του φαινομένου, που δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να προβλεφθεί, αλλά μέχρι στιγμής οι εξελίξεις διαψεύδουν τις προβλέψεις προς το χειρότερο. Οι οικονομολόγοι σημειώνουν ότι ναι μεν δεν φτάσαμε ακόμη, αλλά είμαστε πιο κοντά στο φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού. Προς το παρόν, πάντως, οι εκτιμήσεις των αναλυτών κυμαίνονται σε ένα εύρος ανάπτυξης 1,5%-3,2% και πληθωρισμού 6%7%. Ο πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα κορυφωθεί έως τον Αύγουστο και στη συνέχεια θα αρχίσει να υποχωρεί, ως αποτέλεσμα βάσης, αν μη τι άλλο. Ωστόσο, η ισορροπία προβλέπεται να επιτευχθεί σε υψηλότερο επίπεδο τιμών από αυτό που υπήρχε πριν από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης.
Τα μέτρα στήριξης
Στο σκέλος της ανάπτυξης, οι επιπτώσεις του πληθωρισμού περιορίζονται, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών, από την προβλεπόμενη ισχυρή άνοδο του τουρισμού, που πλέον εκτιμάται στα επίπεδα του 2019. Ο τουρισμός μάλιστα, επισημαίνεται, θα ενισχύσει και την κατανάλωση, πέραν του ισοζυγίου. Οι απόψεις για την εγχώρια κατανάλωση διίστανται, καθώς κάποιοι προβλέπουν στασιμότητα και κάποιοι ελαφρά άνοδο, όχι πάντως τόσο μεγάλη όσο είχε προβλεφθεί αρχικώς. Τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης, όπως αυτά που ανακοινώθηκαν την περασμένη εβδομάδα, εκτιμάται επίσης ότι θα λειτουργήσουν εξισορροπητικά, συγκρατώντας τις τιμές και προστατεύοντας το διαθέσιμο εισόδημα και άρα και την κατανάλωση. Ενίσχυση στην κατανάλωση θα δώσουν και οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις από τα προηγούμενα δύο χρόνια, του κορωνοϊού.
Μείωση εισοδήματος
Σε κάθε περίπτωση, το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών εκτιμάται ότι ίσως υποστεί μια ήπια μείωση φέτος, παρά τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού και τα μέτρα στήριξης, αν και όχι τόσο ισχυρή ώστε να αντισταθμίσει την ενίσχυση των προηγούμενων ετών, όπως επισημαίνουν. Οι οικονομολόγοι περιμένουν επίσης ότι θα υπάρξει ένα σπιράλ μισθών - τιμών, που όμως πιθανότατα δεν θα ανατροφοδοτηθεί.
Το κυριότερο πιθανό αρνητικό αποτέλεσμα, σύμφωνα με άποψη αναλυτή, είναι η ανάσχεση των επενδυτικών σχεδίων λόγω ανόδου τιμών και αβεβαιότητας για το μέλλον. Ωστόσο, ο ίδιος εκτιμά ότι τα σχέδια αυτά μπορεί απλώς να αναβληθούν για τον επόμενο χρόνο και όχι να ακυρωθούν.
Το κόστος δανεισμού
Ανησυχία προκαλεί βεβαίως και η άνοδος του κόστους δανεισμού, που είναι μεν ήδη ορατή, αλλά μπορεί να φτάσει σε πολύ υψηλότερα επίπεδα, εφόσον η ΕΚΤ ξεκινήσει την αύξηση των επιτοκίων, όπως αναμένεται. Στο μέτωπο αυτό, η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος των 39 δισ. ευρώ επιτρέπει στην Ελλάδα να απέχει από τις αγορές για ένα διάστημα, αλλά φυσικά αυτό δεν μπορεί να διαρκέσει για πολύ. Γι’ αυτό και οι αναλυτές επιμένουν στην ανάγκη να επιτευχθεί πάση θυσία η επενδυτική βαθμίδα. Εκτιμούν, ωστόσο, ότι αυτό δεν προβλέπεται για φέτος, ενώ εκφράζονται φόβοι ότι ίσως και το 2023 οι οίκοι θα περιμένουν πρώτα τις εκλογές πριν κάνουν το βήμα αυτό.
Ειρήνη Χρυσολωρά Καθημερινή