Νέα μείωση επιτοκίων τον Ιούνιο αναμένουν ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδoς, Γιάννης Στουρνάρας, και ο κεντρικός τραπεζίτης της Φινλανδίας, Oλι Ρεν, όπως δηλώνουν στην «Καθημερινή», με τη μεγάλη συζήτηση στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αυτή τη στιγμή να είναι, όπως δείχνουν τα πράγματα, τι θα γίνει στη συνέχεια. Ο κ. Στουρνάρας βλέπει πάντως μία «παύση» στις μειώσεις μετά τον Ιούνιο, άποψη η οποία φαίνεται να κερδίζει περισσότερο έδαφος στους διαδρόμους της ΕΚΤ, καθώς και στις αναλύσεις των διεθνών οίκων, ενόψει των ανοδικών πιέσεων που μπορεί να προκαλέσουν στον πληθωρισμό οι εμπορικοί φραγμοί και η αύξηση των δαπανών άμυνας και υποδομών στην Ευρωζώνη.

Ο πληθωρισμός αν και κινήθηκε λίγο υψηλότερα από ό,τι αναμενόταν τον Απρίλιο, στο 2,2%, εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει τον Μάιο, με οικονομολόγους να προβλέπουν ότι ίσως βρεθεί κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ του 2%. Αυτό δικαιολογεί τη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ για όγδοη φορά τον επόμενο μήνα, κατά 25 μονάδες βάσης και στο 2%. Ωστόσο, με την αγορά εργασίας να παραμένει σφιχτή και τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό να έχουν αυξηθεί σε πρόσφατες έρευνες –δύο βασικά κριτήρια που παρακολουθούνται στενά από την κεντρική τράπεζα– η ΕΚΤ πιθανότατα να βάλει «στοπ» στις μειώσεις επιτοκίων στη συνέχεια για να συγκεντρώσει και περισσότερες πληροφορίες. Το πόσο θα κρατήσει η παύση θα εξαρτηθεί από τα δεδομένα.

«Πιστεύω ότι θα μειώσουμε τα επιτόκια άλλη μία φορά τον Ιούνιο και μετά προβλέπω μία παύση», όπως σημειώνει στην «Κ» ο κ. Γιάννης Στουρνάρας. Πάντως, όπως επανειλημμένως έχει δηλώσει, η προσέγγιση που θα ακολουθεί η ΕΚΤ είναι ότι σε κάθε συνεδρίαση θα βλέπει τα δεδομένα και θα αποφασίζει, καθώς η αβεβαιότητα είναι μεγάλη και δεν πρέπει να γίνονται μεγάλα βήματα ούτε να δίνονται μεγάλες υποσχέσεις.

Τα δεδομένα αυτή τη στιγμή «δείχνουν» προς νέα μείωση τον Ιούνιο, υποστηρίζει και ο κεντρικός τραπεζίτης της Φινλανδίας,

Ολι Ρεν. «Εφαρμόζουμε την εξάρτηση από τα δεδομένα. Ετσι, εάν τα εισερχόμενα δεδομένα και η μακροοικονομική ανάλυση επιβεβαιώσουν τις τρέχουσες προοπτικές σταθεροποίησης του πληθωρισμού και της κάπως εξασθενημένης ανάπτυξης, η σωστή αντίδραση τον Ιούνιο θα ήταν η συνέχιση της νομισματικής χαλάρωσης και η μείωση των επιτοκίων», όπως σημειώνει μιλώντας στην «Κ».

Οσον αφορά το τι θα συμβεί μετά τον Ιούνιο, ο κ. Ρεν αποφεύγει να κάνει κάποια εκτίμηση, χωρίς να τίθεται υπέρ ή κατά της παύσης. «Πέρα από τον Ιούνιο, ας παραμείνουμε στην πορεία της εξάρτησης από τα δεδομένα και ας αποφασίσουμε σε κάθε συνάντηση, ειδικά καθώς βρισκόμαστε κάτω από τα σύννεφα της διάχυτης αβεβαιότητας λόγω γεωπολιτικής και εμπορικών πολέμων». Ωστόσο, όπως τονίζει, ένα πράγμα είναι σίγουρο: «θα εφαρμόσουμε μια νομισματική πολιτική που θα φέρει τον πληθωρισμό στο 2% μεσοπρόθεσμα και θα προσαρμόσουμε τα επιτόκια ανάλογα – ακριβώς όπως μας λέει η στρατηγική μας να κάνουμε».

Από τον Ιούνιο του 2024 η ΕΚΤ έχει πραγματοποιήσει συνολικές μειώσεις επιτοκίων ύψους 175 μ.β. και από το 4% στο 2,25% τον Απρίλιο, καθώς ο πληθωρισμός έχει σε μεγάλο βαθμό «τιθασευτεί» και η εστίαση έχει μετατοπιστεί στην οικονομική ανάπτυξη. Ωστόσο, αν και στο α΄ τρίμηνο η ανάπτυξη εξέπληξε θετικά, αναμένεται να επιδεινωθεί από την εμπορική πολιτική και τη γενικότερα ασταθή πολιτική των ΗΠΑ καθώς και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της Ευρώπης. Ηδη ο δείκτης PMI της Ευρωζώνης τον Μάιο υποχώρησε απροσδόκητα κάτω από τα επίπεδα των 50 μονάδων για πρώτη φορά φέτος. Αυτό, σύμφωνα με τον οικονομολόγο της ING, Μπερτ Κόλιν, δείχνει ότι o εμπορικός πόλεμος ήδη χτυπάει την οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά κυρίως μέσω της αβεβαιότητας και όχι μέσω των άμεσων εμπορικών επιπτώσεων μέχρι στιγμής.

Ο πληθωρισμός αναμένεται να μειωθεί βραχυπρόθεσμα, ωστόσο το μεσο-μακροπρόθεσμο διάστημα είναι αυτό που προβληματίζει την ΕΚΤ. Η απότομη αύξηση των κρατικών δαπανών και τα εμπόδια στο εμπόριο –κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει όταν λήξει η παύση των 90 ημερών στους επιπλέον αμοιβαίους δασμούς– είναι πιθανό να ασκήσουν ανοδική πίεση στις τιμές. Οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό έχουν μάλιστα αυξηθεί σταδιακά τις τελευταίες εβδομάδες.

Οπως τόνισε πριν από μερικές ημέρες και η Ιζαμπελ Σνάμπελ, μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, «οι δασμοί μπορεί να είναι αντιπληθωριστικοί βραχυπρόθεσμα, αλλά μεσοπρόθεσμα ενέχουν ανοδικούς κινδύνους». Και ο Ολλανδός κεντρικός τραπεζίτης Κλάας Κνοτ προειδοποίησε για τους μακροπρόθεσμους κινδύνους. «Το αρνητικό σοκ ζήτησης είναι άμεσο και θα οδηγήσει σε χαμηλότερο πληθωρισμό βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο το σοκ προσφοράς θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερο πληθωρισμό μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα», όπως σημείωσε.

Η HSBC εκτιμά μάλιστα ότι η μείωση του Ιουνίου μπορεί να είναι και η τελευταία. «Βλέπουμε μεγάλη πιθανότητα για μια παύση τον Ιούλιο, πριν από την επανεκτίμηση της κατάστασης τον Σεπτέμβριο. Ελλείψει περαιτέρω επιδείνωσης των προοπτικών, ο Ιούνιος θα σηματοδοτήσει την τελευταία μείωση επιτοκίων σε αυτόν τον κύκλο», όπως σημειώνει ο οικονομολόγος της βρετανικής τράπεζας, Φάμπιο Μπαλμπόνι.

Ελευθερία Κουρταλή, Καθημερινή