Σε μπαράζ καταγγελιών χιλιάδων δανείων, τα οποία βρίσκονται σε καθυστέρηση, θα προχωρήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα οι τράπεζες, υιοθετώντας, έπειτα από χρόνια αδράνειας, επιθετικότερη στάση στην αντιμετώπιση του μεγάλου προβλήματος των «κόκκινων» δανείων. Στο στόχαστρο θα βρεθούν κυρίως δάνεια επιχειρήσεων που είναι σε καθυστέρηση εδώ και χρόνια, των οποίων οι μέτοχοι δεν έχουν τα χρήματα (ή τη διάθεση) να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των προβλημάτων και μέχρι τώρα απολάμβαναν εντυπωσιακή ασυλία. Στο στόχαστρο θα βρεθούν και «στρατηγικοί» κακοπληρωτές στεγαστικών δανείων, οι οποίοι επίσης απολαμβάνουν ιδιότυπη ασυλία.
Είτε πρόκειται για κακοδιαχείριση είτε για στρατηγικούς κακοπληρωτές, οι τράπεζες είναι αποφασισμένες να τραβήξουν την πρίζα σε εκατοντάδες μη βιώσιμες επιχειρήσεις και «κόκκινα» στεγαστικά.
Πρόσφατα, σε συνάντηση τραπεζών με μετόχους υπερχρεωμένης επιχείρησης, της οποίας καταγγέλθηκε η δανειακή σύμβαση, οι τράπεζες έθεσαν το ζήτημα των υπέρογκων διοικητικών αμοιβών, ύψους αρκετών εκατομμυρίων ευρώ, λαμβάνοντας την αποστομωτική απάντηση: «Εμείς πώς θα ζήσουμε;». Με λίγα λόγια, η εταιρεία είχε μετατραπεί, όπως και πολλές άλλες, με την ανοχή των τραπεζών, σε ένα ιδιότυπο ATM, από το οποίο οι μέτοχοι αντλούσαν εκατομμύρια, μέσω δανείων, απολαμβάνοντας πολυτελή ζωή. Φυσικά, από τον πειρασμό τού «δεν πληρώνω» δεν ξέφυγαν και πολλοί ιδιώτες που είδαν την κρίση σαν ευκαιρία. Οι «στρατηγικοί» κακοπληρωτές υπολογίζονται σε περίπου 25% των συνολικών οφειλετών.
Στελέχη τραπεζών αναγνωρίζουν ότι και οι τράπεζες φέρουν μερίδιο ευθύνης για τη διόγκωση των στρατηγικών κακοπληρωτών, καθώς, αποφεύγοντας να ασκήσουν τις δέουσες νομικές ενέργειες, έμμεσα συνέβαλαν στην παγίωση της αντίληψης ότι δεν υπάρχει καμία επίπτωση αν σταματήσει κανείς να αποπληρώνει το δάνειό του. Ακόμη και η καταγγελία δανειακής σύμβασης, μέχρι τώρα, κατά κανόνα δεν είχε καμία σοβαρή επίπτωση, καθώς οι τράπεζες είτε δεν προχωρούσαν σε άλλη ενέργεια είτε οι όποιες ενέργειες δεν μπορούσαν να ολοκληρωθούν λόγω οργανωμένων αντιδράσεων (αναβολές πλειστηριασμών). Αυτό, τονίζουν οι τράπεζες, αλλάζει και από εδώ και πέρα την καταγγελία δανείου θα ακολουθούν όλα τα προβλεπόμενα νομικά βήματα έως το τέλος: δηλαδή τον πλειστηριασμό.
Στην αλλαγή στάσης οι τράπεζες σε μεγάλο βαθμό υποχρεώνονται από τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό για μείωση των «προβληματικών» δανείων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPLs) από περίπου 75,9 δισ. ευρώ σήμερα θα πρέπει να συρρικνωθούν στα 40,2 δισ. έως τα τέλη του 2019, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα (NPEs) από 104,8 δισ. ευρώ θα πρέπει να περιοριστούν στα 66,7 δισ. ευρώ. Αν οι τράπεζες αποτύχουν στην επίτευξη των στόχων, οι επιπτώσεις θα είναι βαρύτατες, καθώς ορισμένες τράπεζες θα μπορούσαν να υποχρεωθούν ακόμα και σε αυξήσεις κεφαλαίου. Πολλοί αναλυτές αμφιβάλλουν ότι οι τράπεζες θα μπορέσουν να επιτύχουν τους στόχους τους, δεδομένων των εξαιρετικά περιορισμένων, πλέον, χρονικών περιθωρίων. Οι διοικήσεις των τραπεζών εμφανίζονται αισιόδοξες, ποντάροντας και στη βελτίωση του οικονομικού περιβάλλοντος μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης. Επιπλέον, για πρώτη φορά από το ξέσπασμα της κρίσης, οι τράπεζες έχουν στη διάθεσή τους ένα θεσμικό πλαίσιο που διαμορφώθηκε μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, αλλά και τις προσθήκες που φέρνει η νέα συμφωνία της κυβέρνησης (εξωδικαστικός, νομική κάλυψη, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί κ.ά.).
Καθημερινή (Γιάννης Παπαδογιάννης