Oι τράπεζες οφείλουν να βρίσκονται σε εγρήγορση λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων, ιδίως αν η γεωπολιτική κρίση παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή κλιμακωθεί περαιτέρω, προειδοποιεί η ΤΤΕ στην έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που δημοσίευσε χθες, επισημαίνοντας για μία ακόμη φορά τον αυξημένο κίνδυνο από τη διασύνδεση του τραπεζικού τομέα με το κράτος.
Πρόκειται για την «εξάρτηση» των τραπεζών από την έκθεση σε κρατικά ομόλογα, εγγυημένα δάνεια από το Δημόσιο και την αναβαλλόμενη φορολογία, και όπως σημειώνει η ΤΤΕ, «το επίπεδο κεφαλαιακής επάρκειας που επηρεάζεται άμεσα από τις ενέργειες εξυγίανσης των ισολογισμών καθώς και η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία αποτελούν προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα».
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διαμόρφωσε νέες συνθήκες, μετριάζοντας τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης, και οι τράπεζες οφείλουν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος, ιδίως υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αναδεικνύονται. Στο πλαίσιο αυτό, «ενέργειες που έχουν δρομολογηθεί και στοχεύουν στην ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης αξιολογούνται θετικά στην προσπάθεια της άμβλυνσης των διαφαινόμενων πιέσεων», σημειώνει η ΤΤΕ.
Οι μέχρι τώρα ενέργειες των τραπεζών για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων έχουν συμβάλει στη σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος στα 18,4 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 61% ή 28,8 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2020. Εντούτοις, ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει ακόμη υψηλός και συγκεκριμένα στο 12,8% με βάση τα στοιχεία τέλους 2021, ενώ οι ενέργειες βελτίωσης της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών επηρεάζουν αρνητικά το επίπεδο της κεφαλαιακής τους επάρκειας, που επιπροσθέτως πιέζεται από τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9). Υπό το πρίσμα αυτό, ο συνδυασμός της χαμηλής ποιότητας των εποπτικών τους κεφαλαίων, λόγω της υψηλής συμμετοχής της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης, και της διαρθρωτικά χαμηλής κερδοφορίας αποτελεί πρόσθετο μεσοπρόθεσμο κίνδυνο για τις τράπεζες.
Να σημειωθεί ότι η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε το 2021 έναντι του 2020 κυρίως εξαιτίας των ζημιών που προέκυψαν από την πώληση χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων και την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του ΔΠΧΑ 9, που υπ ε ρ αντιστάθμισαν τη θετική επίδραση απ ότις ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2021. Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET1) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 12,6% στα τέλη του 2021, από 15% το 2020, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 15,2%, από 16,6%. Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου των ευρωπαϊκών τραπεζών, που διαμορφώνονται στο 15,5% και 19,5%, αντιστοίχως. Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9, ο Δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 10,7% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 13,4%.
Επιπλέον, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς το 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTCS) ανέρχονταν σε 14,4 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 63% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 53% το 2020). Το ποσοστό αυτό ανέρχεται μάλιστα σε 73% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (από 63% το 2020).
Ευγενία Τζώρτζη Καθημερινή