Ήταν Δεκέμβριος του 2010 όταν η Ελληνική Στατιστική Αρχή κατέγραφε για τελευταία φορά πληθωρισμό άνω του 5% στην Ελλάδα για τον τελευταίο μήνα του χρόνου. Και τότε γινόταν λόγος για πολυετές ρεκόρ, καθώς για να εντοπιστεί τόσο υψηλός πληθωρισμός μέσα στον Δεκέμβριο, χρειάζεται να επιστρέψει κανείς πίσω στο 1996. Ολα πλέον συγκλίνουν στο ότι φέτος τον Δεκέμβριο αυτά τα ρεκόρ που κρατούν 11 και 25 χρόνια, αντίστοιχα, θα καταρριφθούν. Μέχρι και την Παρασκευή, η μέση τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφωνόταν κοντά στα 240 ανά μεγαβατώρα, ενώ η τιμή του φυσικού αερίου στο χρηματιστήριο της Ολλανδίας διατηρούνταν πάνω από τα 130 ευρώ η μεγαβατώρα.
Οι κλαδικοί δείκτες του πληθωρισμού δείχνουν ήδη μετακύλιση και σε άλλα προϊόντα πέραν των ενεργειακών, με τον κλαδικό δείκτη των τροφίμων να μεταβάλλεται ήδη με ποσοστό άνω του 4%. Στο οικονομικό επιτελείο, ποσοτικοποιούν ήδη τις ζημίες. Βασικός δείκτης που «παρακολουθείται» είναι το εμπορικό ισοζύγιο. Ο πληθωρισμός τροφοδοτείται κατά κύριο λόγο από τις ανατιμήσεις στα καύσιμα, τα οποία εισάγονται με αποτέλεσμα να μεγαλώνει το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο. Η «ζημία» ποσοτικοποιείται ήδη στα 400-500 εκατ. ευρώ ανά μήνα, ποσό που «φρενάρει» την ανάπτυξη. Προς το παρόν, αυτό δεν έχει αποτυπωθεί στο ΑΕΠ καθώς η κατανάλωση, ο τουρισμός και οι επενδύσεις «στηρίζουν» πολύ ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης για το 2021, ο οποίος είναι πιθανό να ξεπεράσει πλέον και το 8%.
Η ανησυχία αφορά κατά κύριο λόγο το τι πρόκειται να συμβεί μέσα στο 2022. Είναι μια εξαιρετικά κρίσιμη χρονιά από πολλές απόψεις. Η Ελλάδα θέλει ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης για να στηρίξει τον κρατικό προϋπολογισμό και να ψαλιδίσει τα πρωτογενή ελλείμματα που δημιουργήθηκαν μέσα στη διετία 2020-2021. Θέλει επίσης ένα ΑΕΠ που θα προσεγγίσει τα 190 δισ. ευρώ για να βελτιώσει ακόμη περισσότερο την αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ, η οποία εκτοξεύθηκε πάνω από το 200% το 2020. Η ισχυρή ανάπτυξη, η μείωση των πρωτογενών ελλειμμάτων και η βελτίωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ αποτελούν τις τρεις βασικές επιδιώξεις της επόμενης χρονιάς, καθώς θα στηρίξουν τους τρεις εθνικούς στόχους: την ολοκλήρωση της μεταμνημονιακής εποπτείας (σ.σ. οι σχετικές διαπραγματεύσεις θα ξεκινήσουν ήδη από τον Ιανουάριο), την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά ομόλογα (σ.σ. κάτι που θα απαλλάξει τη χώρα από την ανάγκη «ειδικής μεταχείρισης της ΕΚΤ αλλά και της διατήρησης υψηλών ταμειακών διαθεσίμων) και την εξασφάλιση «λογικών» στόχων όσον αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα που θα πρέπει να παράγονται από εδώ και στο εξής.
Το πληθωριστικό κύμα δημιουργεί εμπόδια στην υλοποίηση αυτών των στόχων. Και το 2022, οι φόβοι πως οι συνέπειες θα είναι μεγαλύτερες σε σχέση με το 2021 είναι έντονοι, καθώς υπάρχει ο παράγοντας «διάρκεια». Φέτος, η ενεργειακή κρίση άρχισε να γίνεται ιδιαίτερα αισθητή μετά τον Αύγουστο, ενώ οι εξωπραγματικές τιμές ουσιαστικά καταγράφηκαν από τον Οκτώβριο και μετά. Το 2022, όμως, θα ξεκινήσει με τις τιμές στα ύψη, ενώ η σύγκριση θα γίνει με τους πρώτους μήνες του 2021 όταν η χώρα κινούνταν ακόμη σε ρυθμούς αποπληθωρισμού λόγω της πανδημίας και της ύφεσης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο ο πληθωρισμός να ξεπεράσει και το όριο του 5% τον Δεκέμβριο ή και στους πρώτους μήνες του 2022.
Ο πληθωρισμός εκτός από την απώλεια ΑΕΠ δημιουργεί και άλλα προβλήματα στο οικονομικό επιτελείο. Από τη στιγμή που πηγάζει από βασικά αγαθά όπως η ενέργεια (και σταδιακά τα είδη διατροφής κ.λπ.) πλήττει ιδίως τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, αυξάνοντας την ανάγκη για πρόσθετα μέτρα στήριξης. Το 2022 ωστόσο δεν ξεκινά με τα δημοσιονομικά περιθώρια του 2021. Ο προϋπολογισμός προβλέπει ότι το πρωτογενές έλλειμμα πρέπει να περιοριστεί κατακόρυφα μέσα στο 2022, κάτι που σημαίνει ότι δεν θα είναι εύκολο να θεσπιστούν μέτρα με δημοσιονομικό κόστος από τις αρχές του χρόνου.
Τα μέτρα που θα προωθηθούν για τις αρχές του 2022 θα αξιοποιήσουν (κατά κύριο λόγο) τους πόρους που δημιουργούνται από αυτές καθαυτές τις αυξήσεις στους ρύπους και στην ηλεκτρική ενέργεια. Το ποια νοικοκυριά θα καλυφθούν με αυτούς τους πόρους θα είναι το μεγάλο ερώτημα στις αρχές της χρονιάς, καθώς οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πιέζουν να σταματήσουν οι οριζόντιες στηρίξεις και να θεσπιστούν κριτήρια.
Η διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων θα είναι το «κλειδί». Προς το παρόν, το φαινόμενο, όπως δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα και η επικεφαλής της ΕΚΤ, έχει μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση από ό,τι αρχικά αναμενόταν. Οσο μεγαλύτερη η διάρκεια των υψηλών τιμών, τόσο μεγαλύτερο θα είναι και το πρόβλημα για τους βασικούς εθνικούς στόχους της επόμενης χρονιάς.
Θάνος Τσίρος Καθημερινή