Παρά τις ακόµη ευνοϊκές συνθήκες χρηµατοδότησης και την ανάκαµψη του ΑΕΠ, καµία χώρα του G7 δεν βρίσκεται σε τροχιά επιστροφής του χρέους προς το ΑΕΠ στα προ πανδηµίας επίπεδα – αντίθετα, µάλιστα, ο δείκτης χρέους τους αναµένεται να αυξηθεί και πάλι προς τα ιστορικά υψηλά του 2020, τη στιγµή που οι µικρές χώρες που επιδεικνύουν δηµοσιονοµική σύνεση, όπως η Ελλάδα, µειώνουν γρήγορα το χρέος τους, όπως επισηµαίνουν οι οίκοι αξιολόγησης S&P και Scope Ratings.
Εκτός από το χρέος που συσσωρεύτηκε λόγω της παγκόσµιας χρηµατοπιστωτικής κρίσης του 2008-2011, τα κράτη στις ανεπτυγµένες αγορές δανείστηκαν πολύ το 2020-2022 για να αντιµετωπίσουν µια σειρά παγκόσµιων σοκ όπως η πανδηµία και η ενεργειακή κρίση. Στην αρχή αυτού του «ξεφαντώµατος» δανεισµού, τα επιτόκια ήταν ασυνήθιστα χαµηλά, υποστηριζόµενα από ποσοτική χαλάρωση, όπως επισηµαίνει η S&P.
Τώρα που η πανδηµία έχει τελειώσει, οι κεντρικές τράπεζες έχουν αυξήσει τα επιτόκια και µειώνουν τις θέσεις τους σε κρατικά οµόλογα. Αυτό έχει αυξήσει σταδιακά το κόστος δανεισµού για τα κράτη των ανεπτυγµένων αγορών, ενώ ο παρατεταµένος πληθωρισµός συνεχίζει να ενισχύει το ονοµαστικό ΑΕΠ και τα έσοδα.
Ωστόσο, παρά ή και λόγω αυτών των ακόµη ευνοϊκών συνθηκών χρηµατοδότησης, δεν υπήρξε επείγουσα ανάγκη µεταξύ των µεγάλων κρατών για τα δηµόσια οικονοµικά, ενώ η πρόοδος στη διαρθρωτική δηµοσιονοµική εξυγίανση ήταν περιορισµένη.
Εξι κράτη του G7 –Ιταλία, ΗΠΑ, Γαλλία, Βέλγιο, Φινλανδία και Νέα Ζηλανδία– που αντιπροσωπεύουν το 60% του ΑΕΠ των ανεπτυγµένων οικονοµιών, θα δουν τους δείκτες χρέους προς το ΑΕΠ να αυξάνονται περαιτέρω τα επόµενα τρία χρόνια, εκτιµά η S&P. Συγκεκριµένα, οι ΗΠΑ, η Ιταλία και η Γαλλία θα πρέπει να βελτιώσουν τα πρωτογενή δηµοσιονοµικά τους ισοζύγια κατά περισσότερο από 2% του ΑΕΠ σωρευτικά µόνο για να µπορέσουν να διατηρήσουν το χρέος στα τρέχοντα επίπεδα και κατά 5% έως 8% του ΑΕΠ για να το µειώσουν στα επίπεδα του 2019, έως το 2027.
Οι εξαιρέσεις σε αυτή την τάση αύξησης του δηµόσιου χρέους είναι οι µικρότερες χώρες οι οποίες είχαν βρεθεί σε προγράµµατα διάσωσης, και συγκεκριµένα η Ελλάδα, η Κύπρος, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, παρατηρεί η S&P. Οι χώρες αυτές εµφανίζουν έντονη αύξηση του ονοµαστικού ΑΕΠ και χαµηλό κόστος δανεισµού. Η δηµοσιονοµική σύνεση, ο πληθωρισµός και η ανάπτυξη επέτρεψαν στον δείκτη χρέους τους να µειωθεί κατά µέσον όρο 16% του ΑΕΠ το 2019-2023, σε σύγκριση µε µια µέση αύξηση 8,5% του ΑΕΠ που σηµειώθηκε στις υπόλοιπες ανεπτυγµένες χώρες.
Η Scope Ratings εκτιµά πως µέσα στην επόµενη πενταετία, οι δείκτες χρέους των χωρών του G7 θα αυξηθούν κοντά στα ιστορικά υψηλά που σηµείωσαν µετά το ξέσπασµα της πανδηµίας.
«Οι δείκτες χρέους προς ΑΕΠ των περισσότερων κρατών του G7 θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Οι δηµοσιονοµικές πολιτικές πολλών κυβερνήσεων του G7 είναι ανεπαρκείς για να περιορίσουν τα αυξανόµενα επίπεδα δανεισµού, ενώ τα τρέχοντα υψηλότερα επιτόκια ενδέχεται να περιπλέξουν τη δηµοσιονοµική εξυγίανση», όπως σηµειώνει ο οικονοµολόγος του οίκου, Ντένις Σεν. «Προβλέπουµε ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης του G7 συνολικά θα αυξηθεί στο 135,2% του ΑΕΠ έως το 2029, πλησιάζοντας την κορυφή του 2020 που ήταν στο 139,6%. Αυτή η αύξηση οφείλεται κυρίως στο αυξανόµενο απόθεµα χρέους των ΗΠΑ», επισηµαίνει ο Σεν.
Σύµφωνα µε τη Scope, η προοπτική των υψηλών για µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα επιτοκίων αλλάζει τα πράγµατα για τις κυβερνήσεις. Η αύξηση του χρέους προς το ΑΕΠ όχι µόνο εγείρει ερωτήµατα σχετικά µε τη µακροπρόθεσµη βιωσιµότητα του χρέους, αλλά περιορίζει επίσης τις βραχυπρόθεσµες δηµοσιονοµικές δυνατότητες των κυβερνήσεων. Πριν από την πανδηµία, η επικράτηση των εξαιρετικά χαµηλών επιτοκίων εξασφάλιζε ότι οι πληρωµές τόκων µειώνονταν ακόµη και όταν οι κυβερνήσεις αύξαναν τον δανεισµό τους. Σήµερα, το ποσοστό των κρατικών δαπανών για την εξυπηρέτηση του δηµόσιου χρέους αυξάνεται καθώς το παλαιότερο χρέος χαµηλού κόστους αναχρηµατοδοτείται µε υψηλότερα επιτόκια, ακόµη και αν δεν υπάρξει οποιαδήποτε αλλαγή στο απόθεµα δανεισµού.
«Οι οικονοµίες του G7 µε αυξανόµενο δηµόσιο χρέος –όπως η Γαλλία, η Ιταλία, το Ηνωµένο Βασίλειο και οι ΗΠΑ– πρέπει να βρουν τρόπους να ενισχύσουν τα δηµοσιονοµικά τους πλαίσια και να επιτύχουν επαρκή δηµοσιονοµική εξυγίανση», προειδοποιεί ο Σεν.
Σηµειώνεται πως σύµφωνα µε τη Scope ο δείκτης χρέους της Ελλάδας θα µειωθεί κοντά στο 140% έως το 2028, από 160% το 2023 και πάνω από 200% το 2020, µε στήριξη από τα πρωτογενή πλεονάσµατα, αντισταθµίζοντας σε µεγάλο βαθµό την παράλληλη αύξηση της επιβάρυνσης των τόκων.
Ελευθερία Κουρταλή