Χαμηλότερο κατά 1,2 δισ. ευρώ αναμένεται να είναι το πρωτογενές έλλειμμα του 2022 σε σχέση με τον στόχο. Στην κεντρική τράπεζα εκτιμούν ότι, βάσει των ταμειακών στοιχείων, που δημοσιεύθηκαν στο Δελτίο Μηνιαίων Στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης, το πρωτογενές έλλειμμα του 2022 θα υποχωρήσει στην περιοχή του 1% του ΑΕΠ αντί του 1,6% που προβλεπόταν στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2023. Τα στοιχεία αυτά εξηγούν τις συχνές αναφορές της ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών σε «διαφαινόμενο δημοσιονομικό χώρο», ο οποίος, όπως αναφέρουν, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα επιστραφεί στο σύνολό του στην κοινωνία. Ωστόσο, οικονομικοί παράγοντες τονίζουν ότι οι καλύτερες επιδόσεις του 2022 πρέπει να αξιοποιηθούν βασικά για να σταλεί ένα σήμα στις αγορές ότι η Ελλάδα βαδίζει με συνέπεια στον δρόμο της δημοσιονομικής προσαρμογής και δικαιούται την επενδυτική βαθμίδα. Τα καλύτερα από τα προβλεπόμενα αποτελέσματα οφείλονται κυρίως στην ανάπτυξη, η οποία –με τη βοήθεια του πληθωρισμού– ενίσχυσε σημαντικά τα έσοδα. Παράλληλα, έπαιξε ρόλο και η συγκράτηση των δαπανών χάρη στη βελτίωση των τιμών της ενέργειας, ιδίως στο τέλος του 2022.

Σημαντικά χαμηλότερο από τις προβλέψεις του προϋπολογισμού του 2023 εκτιμάται ότι θα είναι τελικώς το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2022, με βάση τα πρόσφατα ταμειακά στοιχεία, τα οποία επιβεβαιώνουν την τάση που είχε διαφανεί τον περασμένο μήνα από τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού. Τα στοιχεία αυτά, σημειώνουν οικονομικοί παράγοντες, μπορούν να στείλουν ένα θετικό μήνυμα στις αγορές ενόψει της αναβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.

Συγκεκριμένα, στην κεντρική τράπεζα εκτιμούν ότι, βάσει των ταμειακών στοιχείων, που δημοσιεύθηκαν στο Δελτίο Μηνιαίων Στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης, το πρωτογενές έλλειμμα του 2022 θα υποχωρήσει –πλην απροόπτου– στην περιοχή του 1% του ΑΕΠ, δηλαδή περίπου 1,2 δισ. ευρώ χαμηλότερα από την εκτίμηση που περιείχε η εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2023 για πρωτογενές έλλειμμα 1,6%. Κάποιες διαφοροποιήσεις ενδέχεται να υπάρξουν, σύμφωνα με τις πηγές, αν καταγραφούν π.χ. καταπτώσεις εγγυήσεων στο έλλειμμα, αλλά μέχρι στιγμής εκτιμούν ότι η τάση δεν θα αλλάξει.

Περαιτέρω μέτρα

Τα στοιχεία αυτά εξηγούν τις συχνές αναφορές της ηγεσίας του υπουργείου Οικονομικών σε «διαφαινόμενο δημοσιονομικό χώρο», ο οποίος, όπως αναφέρουν, εφόσον επιβεβαιωθεί, θα επιστραφεί στο σύνολό του στην κοινωνία. Στην πραγματικότητα, ο δημοσιονομικός χώρος αφορά το 2022. Ευνοεί όμως και το 2023 επειδή αποτελεί καλύτερη βάση εκκίνησης. Με άλλα λόγια, η προσαρμογή που θα χρειαστεί να γίνει το 2023 προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 0,7% του ΑΕΠ, θα είναι μικρότερη αν ξεκινήσει από ένα πρωτογενές έλλειμμα το 2022, π.χ., 1% του ΑΕΠ, αντί για 1,6% που προέβλεπε ο προϋπολογισμός.

Ετσι, προσφέρονται πράγματι κάποια περιθώρια περαιτέρω μέτρων στήριξης στην κυβέρνηση το 2023, κάτι που αναμένεται να εκμεταλλευθεί ενόψει εκλογών. Ωστόσο, οικονομικοί παράγοντες τονίζουν ότι οι καλύτερες επιδόσεις του 2022 πρέπει να αξιοποιηθούν βασικά για να σταλεί ένα σήμα στις αγορές ότι η Ελλάδα βαδίζει με συνέπεια στον δρόμο της δημοσιονομικής προσαρμογής και δικαιούται την επενδυτική βαθμίδα.

Τα καλύτερα από τα προβλεπόμενα αποτελέσματα οφείλονται κυρίως στην ανάπτυξη, η οποία –με τη βοήθεια του πληθωρισμού– ενίσχυσε σημαντικά τα έσοδα. Παράλληλα, έπαιξε ρόλο και η συγκράτηση των δαπανών χάρη στη βελτίωση των τιμών της ενέργειας, ιδίως στο τέλος του 2022. Σύμφωνα με το Δελτίο Μηνιαίων Στοιχείων Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο βασίζεται στα ταμειακά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το πρωτογενές έλλειμμα ήταν 288 εκατ. ευρώ το 2022, έναντι 7,419 δισ. ευρώ το 2021. Τα φορολογικά έσοδα ήταν 56,9 δισ. ευρώ, έναντι 46,9 δισ. ευρώ τον προηγούμενο χρόνο.

Από την άλλη, τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι το δημόσιο χρέος σε επίπεδο κεντρικής διοίκησης διαμορφώθηκε στα 400,276 δισ. ευρώ, έναντι στόχου προϋπολογισμού για 392,3 δισ. ευρώ, δηλαδή 8 δισ. υψηλότερα. Ωστόσο, οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι αυτό που έχει σημασία είναι το χρέος σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, και εκεί δεν αναμένουν να σημειωθεί σημαντική απόκλιση από τον στόχο (168,9% του ΑΕΠ).

Σύμφωνα με τους ίδιους αναλυτές, εξάλλου, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2022 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί πάνω από το 5,6% που προβλέπει ο προϋπολογισμός του 2023, πλησιάζοντας το 6%, παρά την αρνητική πορεία που έδειξαν τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του γ΄ τριμήνου. Τα τελευταία αναμένεται να αναθεωρηθούν, καθώς θα προσμετρηθούν οι ενεργειακοί φόροι, που δεν υπολογίστηκαν στα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.

Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή