Σοβαρό ενδεχόμενο ύφεσης στην Ε.Ε. και τις Ηνωμένες Πολιτείες βλέπει η Γκίτα Γκόπιναθ, αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Στην αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στην «Καθημερινή» από το Μπαλί, όπου συμμετείχε στις εργασίες της συνόδου των υπουργών Οικονομικών του G20, η 50χρονη Ινδοαμερικανή οικονομολόγος προειδοποιεί: «Ο κίνδυνος της ύφεσης αυξάνεται, ιδιαίτερα για το 2023. Αυτό ισχύει τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για την Ευρώπη».
«Τον Απρίλιο, όταν υποβαθμίσαμε την παγκόσμια ανάπτυξη στο 3,6% για φέτος, είχαμε επισημάνει ότι υπήρχαν πολλοί κίνδυνοι επιδείνωσης [downside risks]», εξηγεί η Γκόπιναθ, που έχει υπηρετήσει και ως επικεφαλής οικονομολόγος του Ταμείου, ενώ ήταν καθηγήτρια Οικονομικών στο Harvard για σχεδόν δύο δεκαετίες. «Αρκετοί από αυτούς τους κινδύνους έχουν πραγματωθεί».
«Ο πληθωρισμός έχει εξελιχθεί σε σοβαρό πρόβλημα σε πολλές χώρες», εξηγεί αναπτύσσοντας το σκεπτικό της. «Η νομισματική σύσφιξη συμβαίνει με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ό,τι περιμέναμε τον Απρίλιο. Ανησυχούσαμε για τις εξαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στην Ευρώπη και τώρα βλέπουμε ότι βρίσκονται μόνο στο 40% του επιπέδου του 2021. Στην Κίνα, οι πολιτικές zero COVID είχαν ως αποτέλεσμα να καταγραφεί μεγάλο πλήγμα στην οικονομική δραστηριότητα το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Για όλους αυτούς τους λόγους βλέπουμε μια προοπτική που σκοτεινιάζει. Θα υποβαθμίσουμε ξανά τη μεγέθυνση –για τρίτη συνεχή φορά– στην ενημέρωση του World Economic Outlook στις 26 Ιουλίου, τόσο για την Ε.Ε. όσο και για τις ΗΠΑ και τον κόσμο».
Οπως παρατηρεί η Γκόπιναθ, «οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία είναι πιο σοβαρές για την Ευρώπη παρά για τις ΗΠΑ. Η Ευρώπη –και ιδιαίτερα η Ευρωζώνη– είναι εισαγωγέας ενέργειας. Οι ΗΠΑ είναι εξαγωγέας». Η επίδραση του πολέμου, προσθέτει, διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα εντός της Ε.Ε.: «Για τη Γερμανία αυτό είναι ένα πολύ αρνητικό σοκ. Το ίδιο ισχύει για χώρες της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης».
«Αναμένουμε να συνεχίσουμε να βλέπουμε υψηλή μεταβλητότητα στις τιμές της ενέργειας για την Ευρώπη για ένα ή δύο χρόνια ως αποτέλεσμα του πολέμου και των συνεπειών του», σημειώνει η υπ’ αριθμόν δύο αξιωματούχος του ΔΝΤ. Οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου για την Ευρώπη, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, «θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από το αν θα οδηγηθούμε σε υποχρεωτικό περιορισμό της κατανάλωσης [rationing] του φυσικού αερίου στην Ευρωζώνη», σύμφωνα με την Γκόπιναθ. Μια τέτοια εξέλιξη, «που θα μπορούσε να συμβεί τον ερχόμενο χειμώνα, θα αποτελέσει πηγή ιδιαίτερα μεγάλης διαταραχής». Η Ευρώπη κάνει αυτά που πρέπει για να μειώσει δραστικά την εξάρτησή της από το ρωσικό αέριο, λέει, αλλά αυτό «θα πάρει χρόνο».
Ευρωζώνη και Ελλάδα
Η συζήτηση επικεντρώνεται στην Ευρωζώνη και την αύξηση του κόστους δανεισμού. Πόσο στενά παρακολουθεί αυτό το θέμα το Ταμείο; Υπάρχει ανησυχία για το ενδεχόμενο μιας νέας κρίσης χρέους, αν όχι άμεσα, τότε μεσοπρόθεσμα, αν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα;
«Βρισκόμαστε σε έναν κύκλο όπου οι συνθήκες χρηματοδότησης γίνονται πιο σφιχτές, με έντονο ρυθμό τους τελευταίους μήνες. Σε αντίθεση με τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, ωστόσο, δεν θα τις περιέγραφα σε αυτό το σημείο ως ιδιαίτερα σφιχτές σε σχέση με τα ιστορικά δεδομένα. Στην περίπτωση της Ευρωζώνης βλέπουμε πράγματι το φαινόμενο του χρηματοοικονομικού κατακερματισμού, με ορισμένες χώρες να πληρώνουν υψηλότερα spreads στο κόστος δανεισμού τους».
Ωστόσο η Γκόπιναθ δεν εμφανίζεται έτοιμη να σημάνει τον συναγερμό. Χώρες όπως η Ιταλία, εξηγεί, των οποίων τα spreads έχουν αυξηθεί, «έχουν επιμηκύνει τις λήξεις του χρέους τους και έχουν επίσης μετακινηθεί με την πάροδο του χρόνου σε φθηνότερη χρηματοδότηση. Ετσι, το μέσο κόστος δανεισμού τους έχει μειωθεί». Αναγνωρίζει πάντως ότι «βιώνουμε αβέβαιους καιρούς» και ότι αυτή η τάση μείωσης του κόστους δανεισμού μπορεί να αναστραφεί εάν υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση των όρων χρηματοδότησης.
Ειδικά σχετικά με την Ελλάδα, την οποία πρόσφατα το Ταμείο νουθέτησε να μην προχωρήσει σε αυξήσεις μισθών και συντάξεων, αναφέρει ότι «ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη “ξυρίσει” περίπου μία ποσοστιαία μονάδα ανάπτυξης από την ελληνική οικονομία. Η Ελλάδα εισάγει ενέργεια από τη Ρωσία και επίσης υποφέρει από τις δευτερογενείς επιπτώσεις του πολέμου που γίνονται αισθητές στην επιβράδυνση των εμπορικών ροών με τους εταίρους της».
«Θα ενθαρρύνουμε τις Αρχές να συνεχίσουν την πορεία της μεσοπρόθεσμης δημοσιονομικής εξυγίανσης», συνεχίζει. «Αυτό μπορεί πάντα να γίνει με τρόπο φιλικό προς την ανάπτυξη, δίνοντας προτεραιότητα στο σωστό είδος δαπανών. Πρόκειται για ζήτημα ζωτικής σημασίας». Η αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του Ταμείου μιλάει επίσης θετικά για το ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, υπογραμμίζοντας όμως τη σημασία του πώς θα υλοποιηθεί. «Είναι απολύτως απαραίτητο» να γίνει σωστή εφαρμογή του, λέει χαρακτηριστικά.
Δημοσιονομικά διλήμματα
Οι αντίρροπες πιέσεις της οικονομικής επιβράδυνσης και του πληθωρισμού έχουν δημιουργήσει ένα επώδυνο δίλημμα για τους διαχειριστές των δημόσιων οικονομικών. Στις αρχές της εβδομάδας, το Eurogroup, σε δήλωση για τη δημοσιονομική πολιτική στην Ευρωζώνη το 2023, πήρε θέση κατά της παράτασης της δημοσιονομικής επέκτασης. Αυτό παρά το γεγονός ότι η απειλή της ύφεσης διαρκώς διογκώνεται και η Κομισιόν έχει αποφασίσει την παράταση της γενικής ρήτρας διαφυγής για ακόμα μία χρονιά.
Το ΔΝΤ, σύμφωνα με την αναπληρώτρια διευθύντριά του, βρίσκεται στην ίδια γραμμή με τους Ευρωπαίους υπουργούς Οικονομικών. Ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη, σημειώνει η Γκόπιναθ, είναι «πολύ πάνω από τον στόχο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας» και «δεν αφορά μόνο τα τρόφιμα και τα καύσιμα. Εχει ολοένα και πιο ευρεία βάση και πρέπει να αντιμετωπιστεί».
«Η δημοσιονομική πολιτική δεν πρέπει να λειτουργεί ανασταλτικά για τον στόχο της μείωσης του πληθωρισμού. Σίγουρα υποστηρίζουμε πολύ στοχευμένες μεταβιβάσεις σε προσωρινή βάση για εκείνα τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που πλήττονται περισσότερο από το ενεργειακό σοκ. Αλλά δεν πιστεύουμε στην παράταση μιας επεκτατικής δημοσιονομικής στάσης, η οποία καθιστά πιο δύσκολο τον έλεγχο του πληθωρισμού. Σε γενικές γραμμές, εάν πρόκειται να αυξηθούν οι δαπάνες [για την αντιμετώπιση των συνεπειών του ενεργειακού σοκ] θα πρέπει να συνδυαστούν με περικοπές άλλων δαπανών ή αύξηση των δημοσίων εσόδων, έτσι ώστε η πολιτική να είναι –κατ’ ελάχιστον– δημοσιονομικά ουδέτερη».
Η Γκόπιναθ, ωστόσο, δεν συγκαταλέγεται στις φωνές που παροτρύνουν τους εργαζομένους να δείξουν αυτοσυγκράτηση ώστε να μη δημιουργηθούν δευτερογενείς πιέσεις που θα παγιώσουν την αύξηση του πληθωρισμού. Εκανε μάλιστα σχετικά αναφορά στην παρέμβασή της στο – ανοιξιάτικο φέτος– Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός.
Γιάννης Παλαιολόγος Καθημερινή