Για την αποπληρωμή δανείων χρησιμοποιούν οι επιχειρήσεις την πλεονάζουσα ρευστότητα, προκειμένου να περιορίσουν το αυξημένο κόστος που συνεπάγεται η άνοδος των επιτοκίων.

Αυτό διαπιστώνει η ΤΤΕ στην ετήσια έκθεση για τη Νοµισµατική Πολιτική, σηµειώνοντας ότι «οι επιπτώσεις των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ στον ρυθµό πιστωτικής επέκτασης δεν έχουν ακόµη φανεί πλήρως και αναµένεται να ενταθούν στο υπόλοιπο του τρέχοντος έτους, αλλά και το 2024-2025». Ηδη το πρώτο πεντάµηνο του έτους παρατηρείται επιβράδυνση του ρυθµού πιστωτικής επέκτασης σε συνδυασµό µε µείωση κατά 2,8 δισ. ευρώ των καταθέσεων που διατηρούν οι επιχειρήσεις στις τράπεζες. Αυτή η εξέλιξη αποδίδεται στις εκτεταµένες αποπληρωµές δανείων που έχουν πραγµατοποιήσει µεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες σύµφωνα µε την ΤΤΕ «χρησιµοποίησαν πόρους από τα σηµαντικά αποθέµατα ρευστότητας που είχαν συγκεντρώσει τα τελευταία έτη για λόγους εξορθολογισµού του επιτοκιακού τους κόστους».

Αυτές οι επιχειρήσεις έσπευσαν να περιορίσουν το κόστος δανεισµού τους και να προλάβουν την ενσωµάτωση επιτοκιακών αυξήσεων, ενόψει µιας µεγαλύτερης µετακύλισης του αυξηµένου κόστους χρήµατος που προκαλεί η άνοδος των επιτοκίων στα επιτόκια δανεισµού. Οπως εκτιµά η ΤΤΕ, τα επιτόκια επιδρούν µε αρνητικό συντελεστή στα δάνεια, αλλά αυτή η επίδραση µεγιστοποιείται µετά από 4 ή 5 τρίµηνα, κατά τα οποία ο ετήσιος ρυθµός µεταβολής των δανείων µειώνεται κατά 0,3 της ποσοστιαίας µονάδας και τείνει να µηδενιστεί µετά από 2-3 χρόνια. Με δεδοµένο ότι η επίπτωση που έχει καταγραφεί µέχρι και το α΄ τρίµηνο του 2023 στις τραπεζικές πιστώσεις ήταν περιορισµένη (-0,4), τα επόµενα τρίµηνα αυτή η επίπτωση θα αυξηθεί, φθάνοντας προοδευτικά σε -1,60 ποσοστιαίες µονάδες το α΄ τρίµηνο του 2024, πριν αρχίσει να µειώνεται. Αρα οι επιπτώσεις της ανόδου των επιτοκίων δεν έχουν αποτυπωθεί πλήρως και θα επηρεάσουν πιο έντονα την πιστωτική επέκταση έως και το 2024. Να σηµειωθεί ότι τα επιτόκια τραπεζικών δανείων προς τις επιχειρήσεις διαµορφώθηκαν κατά µέσον όρο το πρώτο τετράµηνο του τρέχοντος έτους άνω των 200 µονάδων βάσης υψηλότερα έναντι του πρώτου τετραµήνου του 2022 στην πλειονότητα των κατηγοριών δανείων.

Η προσπάθεια των επιχειρήσεων να αποφύγουν την επιβάρυνσή τους από την αύξηση του κόστους που συνεπάγεται η άνοδος των επιτοκίων στο κόστος δανεισµού αποτυπώνεται ήδη στα στοιχεία για την πορεία της πιστωτικής επέκτασης το πρώτο πεντάµηνο του έτους, που δείχνουν ότι παρά τις σηµαντικές εκταµιεύσεις δανείων στις οποίες έχουν προχωρήσει οι τράπεζες το ίδιο διάστηµα, η αρνητική ροή χρηµατοδότησης ανήλθε στο -1,1 δισ. ευρώ, έναντι θετικής ροής χρηµατοδότησης ύψους 7,9 δισ. ευρώ το 2022. Η αρνητική ροή χρηµατοδότησης δείχνει ότι οι αποπληρωµές δανείων ήταν µεγαλύτερες από τις νέες χορηγήσεις και όπως σηµειώνει η ΤΤΕ αυτό ερµηνεύεται από την εκτίµηση ότι «κάποιες επιχειρήσεις αποφεύγουν να αναλάβουν χρέος µε σταθερό επιτόκιο για πολύµηνες περιόδους, ενδεχοµένως επειδή αναµένουν αποκλιµάκωση των επιτοκίων στο εγγύς µέλλον ή επειδή δεν γνωρίζουν σε ποια έκταση θα χρειαστεί να χρησιµοποιήσουν δανειακούς πόρους». Σε υποχώρηση του ετήσιου ρυθµού πιστωτικής επέκτασης προς τις επιχειρήσεις αναµένεται να οδηγήσει και η επιβράδυνση του ρυθµού ανόδου του ΑΕΠ το 2023, αλλά όπως σηµειώνει η ΤΤΕ αυτή η επιβράδυνση θα είναι σε ήπια, ετήσια ποσοστά.

Στήριξη προς την πιστωτική επέκταση, συµβάλλοντας σε ήπια µείωση των υψηλών ρυθµών, θα συνεχίσουν να παρέχουν η ΕΤΕΠ, η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα και µε ολοένα µεγαλύτερη ένταση ο Μηχανισµός Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας. Να σηµειωθεί ότι σύµφωνα µε τα στοιχεία της ΤΤΕ, οι εκταµιεύσεις επιχειρηµατικών δανείων που συνδέονται µε τα χρηµατοδοτικά εργαλεία των αναπτυξιακών οργανισµών ανήλθαν το τετράµηνο Ιανουαρίου - Απριλίου 2023 σε 350 εκατ. ευρώ περίπου –έναντι 4,2 δισ. ευρώ το 2022–, ποσό που ισοδυναµεί µε το 7% των νέων δανείων τακτής λήξης προς το σύνολο των µη χ ρ η µατ ο πιστωτικών επιχειρήσεων για την εν λόγω περίοδο έναντι 19% το 2022. Οι αντίστοιχες εκταµιεύσεις επιχειρηµατικών δανείων προς µικροµεσαίες επιχειρήσεις ανήλθαν περίπου σε 190 εκατ. ευρώ έναντι 2,9 δισ. ευρώ το 2022 και αντιπροσώπευαν το 17% των νέων δανείων τακτής λήξης προς τις µικροµεσαίες επιχειρήσεις έναντι 58% το 2022. Επιπρόσθετα, οι εκταµιεύσεις των επιχειρηµατικών δανείων που συνδέονται µε τον Μηχανισµό Ανάκαµψης και Ανθεκτικότητας ανήλθαν σε περίπου 250 εκατ. ευρώ το πρώτο τετράµηνο του τρέχοντος έτους και 600 εκατ. ευρώ σωρευτικά από τον Ιούλιο του 2022, οπότε π ρα γ µατ ο ποιήθηκαν οι πρώτες εκταµιεύσεις δανείων.

Ευγενία Τζώρτζη, Καθημερινή