Παρόλο που δεν υπήρξε απόφαση για το ελληνικό χρέος στο Washington Group, που συνεδρίασε χθες στο Μπάρι της Ιταλίας, οι δύο πλευρές έχουν προσεγγίσει αρκετά σε πολιτικό, αλλά και σε τεχνικό, επίπεδο για το πώς θα μοιάζει η τελική συμφωνία για την ελάφρυνσή του. Το επόμενο βήμα αναμένεται να γίνει στο Euroworking Group της Δευτέρας. Σύμφωνα με την Καθημερινή, το βασικό σενάριο που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο τραπέζι θα περιέχει επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους –ακόμα και μέχρι 20 χρόνια–, κάτι το οποίο βρίσκει επί της αρχής σύμφωνη τη γερμανική πλευρά, αλλά δεν θα περιέχει τον ορισμό πλαφόν στα επιτόκια. Το πάγωμα των επιτοκίων υποστήριζε το ΔΝΤ, ώστε οι αποπληρωμές της Ελλάδας να μην επηρεάζονται από τις διακυμάνσεις των επιτοκίων των επόμενων δεκαετιών. Το Ταμείο δέχεται να μην υπάρχει «πάγωμα», καθώς υπάρχουν άλλες τεχνικές για να διατηρηθούν οι τόκοι κάτω από ένα επίπεδο.
«Κάναμε ένα σημαντικό και αναγκαίο βήμα», σχολιάζει Eυρωπαίος αξιωματούχος στην «Κ», «καθώς υπάρχει πλέον περισσότερη κατανόηση του τι δεν είναι αποδεκτό από όλες τις πλευρές και αυτό είναι σημαντικό», ενώ η πίεση είναι πλέον μεγάλη για να υπάρξει συμφωνία στο επόμενο Eurogroup στις 22 Μαΐου. «Ολες οι πλευρές συνεχίζουν να εργάζονται για το πακέτο ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους», υπογράμμισε από τη σύνοδο του G7 στο Μπάρι η επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ. Ωστόσο, όπως πρόσθεσε, «προς το παρόν δεν υπάρχει αρκετή σαφήνεια».
Η βασική διαφορά παρέμεινε, όπως αναμενόταν, ανάμεσα στη Γερμανία και το ΔΝΤ. Η κ. Λαγκάρντ τόνισε την ανάγκη για πολύ ρεαλιστικές προβλέψεις για την ελληνική οικονομία, αναφέροντας ότι το ελληνικό πρόγραμμα θα ήταν πιο αξιόπιστο αν τα νούμερα ήταν πιο «προσεκτικά», ενώ ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών επισήμανε ακριβώς το αντίθετο, ότι οι προβλέψεις θα πρέπει να είναι θετικές έτσι ώστε το ελληνικό πρόγραμμα να είναι αξιόπιστο. Τη γερμανική πλευρά υποστήριξε και ο Ισπανός υπουργός Οικονομικών Λουίς ντε Γκίντος που συμμετείχε μέσω τηλεδιάσκεψης στη συζήτηση, ενώ το γεγονός ότι δεν υφίσταται ακόμα γαλλική κυβέρνηση δυσκολεύει τις διαπραγματεύσεις και ενισχύει το επιχείρημα αυτών που υποστηρίζουν ότι η τελική συμφωνία για την ελάφρυνση του χρέους θα γίνει στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου. Με λίγα λόγια, η βασική διαφορά στα δύο παραπάνω επιχειρήματα είναι ότι η κ. Λαγκάρντ ζητάει περισσότερη ελάφρυνση χρέους από την πλευρά της, καθώς όσο πιο «ρεαλιστικές», δηλαδή δυσοίωνες, είναι οι προβλέψεις για την ελληνική οικονομία τόσο μεγαλύτερη θα είναι η ελάφρυνση χρέους που θα χρειαστεί. Το αντίθετο ισχύει με την άποψη του κ. Σόιμπλε.
Οσον αφορά τη συμφωνία για το δημοσιονομικό μονοπάτι που θα ακολουθήσει η χώρα τα επόμενα χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος (δηλαδή το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων), δεν κατέστη εφικτή, καθώς, όπως σημειώνει Ευρωπαίος αξιωματούχος στην «Κ», «τίποτα δεν θα συμφωνηθεί πριν συμφωνηθούνε όλα». Αυτό που όμως έγινε σαφές είναι πως το Βερολίνο δεν αναμένει πλέον από την Ελλάδα επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ για 10 χρόνια μετά τη λήξη του προγράμματος, όπως ήταν η επίσημη θέση του στο παρελθόν, αλλά έως το 2022. Από εκεί και πέρα, σύμφωνα με καλά πληροφορημένη πηγή, η Κομισιόν επεξεργάζεται φόρμουλα βασισμένη στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης των χωρών της Ευρωζώνης, και, σύμφωνα με ένα προσχέδιο που ετοιμάζει, τα πρωτογενή πλεονάσματα αναμένεται να κυμαίνονται από 2% έως 2,6% του ΑΕΠ έως το 2060.
Καθημερινή (Eλένη Βαρβιτσιώτη)