Με το σενάριο της ύφεσης να είναι πλέον βέβαιο για την ελληνική οικονομία και με δεδομένο ότι η Ευρωζώνη αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων σε ό,τι αφορά την αποφασιστικότητά της να αντιμετωπίσει τη βαθιά κρίση που προκαλεί το σοκ του κορωνοϊού, η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πιθανή μάχη για τη ρευστότητα.
Η χρήση του υψηλού «μαξιλαριού» ρευστότητας που διατηρεί η χώρα είναι, προς το παρόν, το τελευταίο καταφύγιο για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, καθώς αποτελεί το ισχυρότερο όπλο που θα βοηθήσει την ελληνική οικονομία να ανακάμψει όταν περάσει η τρέχουσα κρίση. Σύμφωνα με αναλυτές, στο καλό σενάριο τα περιοριστικά μέτρα στην Ευρώπη θα διαρκέσουν έως και τον Μάιο, αν όχι περισσότερο, και υπό αυτά τα δεδομένα η ύφεση θα καλύψει όλο το α΄ εξάμηνο του έτους, και η τουριστική περίοδος θα περιοριστεί σημαντικά.
Οι δημόσιες δαπάνες της Ελλάδας έχουν αυξηθεί αισθητά λόγω των μέτρων για τη στήριξη της οικονομίας, ενώ τα έσοδα έχουν δραματική υστέρηση, επίσης λόγω των μέτρων και της πτώσης της κατανάλωσης.
Συνεπώς, είναι ξεκάθαρο πως οι συνθήκες ρευστότητας για το ελληνικό Δημόσιο επιδεινώνονται συνεχώς, ειδικά όσο μεγαλώνει και παρατείνεται η ελληνική «ομπρέλα» των μέτρων που λαμβάνονται για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της οικονομικής δραστηριότητας.
Προς το παρόν, βραχυπρόθεσμα δεν υπάρχει κενό, η διαθέσιμη ρευστότητα μπορεί να καλύψει τις ανάγκες μέχρι και τον Μάιο, μαζί με τα μέτρα που ανακοινώθηκαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών του κορωνοϊού. Μακροπρόθεσμα όμως, και αν δεν βελτιωθεί η κατάσταση σε αγορές και οικονομία –κάτι που σύμφωνα με αναλυτές δεν διαφαίνεται αυτή τη στιγμή– η κατάσταση θα είναι αρκετά δύσκολη για τη χώρα, εάν δεν βρεθεί κάποια ευρωπαϊκή λύση.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φαίνεται να είναι η μόνη από τους θεσμούς που αναγνωρίζει τη σοβαρότητα της κατάστασης και την τεράστια απειλή της τρέχουσας κρίσης στην οικονομία της Ευρωζώνης, προχωρώντας έτσι στο νέο έκτακτο QE για όλους, άνευ όρων και περιορισμών.
Το Eurogroup, αντίθετα, και οι Ευρώπη γενικότερα, δυσκολεύεται να λάβει μια ισχυρή απόφαση τώρα, προτείνοντας «ημίμετρα» και... κλωτσώντας το γνωστό τενεκεδάκι. Η λέξη «ευρωομόλογο» είναι απαγορευμένη για τους σκληρούς του Βορρά και ιδίως τη Γερμανία, με τη «λίγη» πρόταση της προληπτικής πιστωτικής γραμμής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕCCL) να είναι η μοναδική που βρίσκεται στο τραπέζι. Εκτός του ότι το μέγεθος του ΕCCL (2% του ΑΕΠ της κάθε χώρας) είναι ανεπαρκές σε σύγκριση με το μέγεθος της κρίσης, αποτελεί ουσιαστικά ένα μνημόνιο (έστω και... αλληλεγγύης), και έτσι χώρες της περιφέρειας είναι απίθανο να εξετάσουν το ενδεχόμενο να τη χρησιμοποιήσουν. Σημειώνεται πως για την Ελλάδα η χρήση της «ισούται» με 4 δισ. ευρώ, τη στιγμή που τα δημοσιονομικά μέτρα που έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση ξεπερνούν ήδη αυτό το ποσό κι έρχονται και άλλα.
Μέσα στις επόμενες εβδομάδες θα φανεί εάν τελικά θα υπάρξει μια γενναία απόφαση για έναν ισχυρό μηχανισμό στήριξης των οικονομιών της Ευρωζώνης σε ό,τι αφορά το ταμειακό σύστημα. Μετά, και στα μέσα του β΄ τριμήνου, η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να ζυγίσει τις εξελίξεις και να βρει λύσεις εσωτερικές. Προς το παρόν, βλέπει ύφεση 1%-3% φέτος, ενώ διεθνείς αναλυτές έχουν εκτιμήσει ότι μπορεί να κινηθεί στο 8%, ακόμη και στο 15%. Κανένας δεν γνωρίζει τη διάρκεια της κρίσης, άρα την ύφεση και την απώλεια εσόδων που θα προκαλέσει, όπως και τις επιπλέον χρηματοδοτικές ανάγκες που θα απαιτήσει η αντιμετώπισή της.
Ύστατη επιλογή η χρησιμοποίηση του «μαξιλαριού ασφαλείας»
Η χρησιμοποίηση του cash buffer –που σήμερα διαμορφώνεται στα 31 δισ. ευρώ– είναι η ύστατη επιλογή, καθώς από τη μια μεριά θα ήταν προτιμότερο να διαφυλαχθεί ώστε να διευκολύνει την έξοδο στις αγορές μετά την κρίση του κορωνοϊού, από την άλλη η χρήση του θα ήταν μια ένδειξη αδυναμίας, κάτι που η χώρα θα ήθελε να αποφύγει.
Η έξοδος στις αγορές θα μπορούσε να ήταν μια επιλογή, κάτι που ωστόσο δεν την προκρίνουν παράγοντες της αγοράς. Οπως επισημαίνουν, δεδομένων των συνθηκών, ο βασικός αγοραστής των ομολόγων στην Ευρωζώνη αυτή τη στιγμή είναι η ΕΚΤ, με τα μακροπρόθεσμα χαρτοφυλάκια να απέχουν και τα hedge funds να είναι τα μόνα που μπορεί να κυνηγήσουν μια έκδοση. Εάν η ύφεση έχει σχήμα V (δηλαδή η κρίση αποδειχθεί βαθιά άλλα βραχύβια), τότε τα «βουνά» της ρευστότητας, που θα συσσωρευτούν από Σεπτέμβριο και μετά, θα συμπιέσουν τις αποδόσεις.
Σύμφωνα πάντως με πηγές της αγοράς ομολόγων, ακόμα χωρίς νέες εκδόσεις και στο σενάριο που το πρωτογενές πλεόνασμα και τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις μηδενιστούν λόγω της κρίσης, οι ταμειακές ανάγκες της χώρας για το 2020 δεν ξεπερνούν τα 10 δισ. ευρώ και αυτό το ποσό, στο χειρότερο σενάριο, θα μπορούσε να «τραβηχτεί» από το «μαξιλάρι».
Ελευθερία Κουρταλή Καθημερινή