Λογικός, σωστός επί της αρχής αλλά ακατόρθωτος στην εφαρμογή φέρεται να είναι για την αλυσίδα εφοδιασμού ο νέος νόμος περί αθέμιτου ανταγωνισμού στα γεωργικά προϊόντα που ψηφίστηκε την προηγούμενη εβδομάδα και είχε εισαχθεί από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Το σχέδιο εισήχθη στο πλαίσιο εναρμόνισης με ευρωπαϊκή Οδηγία σχετικά µε τις αθέµιτες εµπορικές πρακτικές ως προς τις σχέσεις µεταξύ επιχειρήσεων στην αλυσίδα εφοδιασµού γεωργικών προϊόντων και τροφίµων, σύμφωνα με την οποία η έναρξη της εφαρμογής του πρέπει να έχει γίνει πραγματικότητα το αργότερο έως την 1η Νοεμβρίου.
Η Οδηγία προστατεύει τους προµηθευτές παραγωγούς, συμπεριλαµβανοµένων και των οργανώσεων παραγωγών, των οργανώσεων προµηθευτών και των ενώσεων τέτοιων οργανώσεων στην αλυσίδα εφοδιασµού γεωργικών προϊόντων και τροφίµων, όταν πωλούν προϊόντα σε αγοραστές που δεν είναι µικροµεσαίες επιχειρήσεις, αλλά αγοραστές στο επίπεδο της επεξεργασίας και πώλησης των τελικών αγροτικών προϊόντων και τροφίµων.
Σκοπός της είναι η προστασία των προµηθευτών οι οποίοι βρίσκονται σε ασθενέστερη διαπραγµατευτική θέση σε σχέση µε τις επιχειρήσεις λιανικού εµπορίου. Ως νωπά και ευαλλοίωτα αγροτικά προϊόντα χαρακτηρίζει παλαιότερος νόμος εν ολίγοις τα οπωροκηπευτικά, τα φρούτα, τα κρέατα, το νωπό και παστεριωμένο γάλα, τα αλιεύματα, τα αυγά, τη φέτα, το γιαούρτι και τα αλλαντικά.
Ανεφάρμοστο λόγω -και- των καταγγελιών
Από τις διατάξεις του νέου νόμου ξεχωρίζουν αυτές που προβλέπουν ότι τα αλλοιώσιμα προϊόντα θα εξοφλούνται σε 30 μέρες και τα υπόλοιπα γεωργικά προϊόντα και τρόφιμα θα εξοφλούνται σε 60 μέρες, με το υπουργείο να βασίζεται στο τρέχον καθεστώς εξόφλησης που κατά περίπτωση υπερβαίνει ακόμα και το εξάμηνο. Μάλιστα, το υπουργείο κάνει ρητή αναφορά στις σχέσεις των παραγωγών με τις αλυσίδες του οργανωμένου, αναφέροντας ότι ο νόμος διορθώνει «σημαντικές ανισορροπίες στη διαπραγματευτική ισχύ μεταξύ προμηθευτών και αγοραστών γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, κυρίως των μεγάλων σούπερ μάρκετ».
Το μελανό σημείο του νόμου είναι, σύμφωνα με παράγοντες της εφοδιαστικής αλυσίδας, ότι η τήρηση των διατάξεων στηρίζεται στην καταγγελία, με αποτέλεσμα αυτό που διακυβεύεται ως ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί – η μειωμένη περίοδος εξόφλησης – να γίνεται ένα εν δυνάμει «αντικείμενο εκβιασμού» από την πλευρά των ισχυρότερων.
Αυτός είναι και ο λόγος που τίθεται εν αμφιβόλω η κίνηση ενός προμηθευτή να καταγγείλει έναν συνεργάτη του και δη, έναν αγοραστή. Ακόμα ένα τρωτό του σημείο είναι η ασάφεια, όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, ικανή να δημιουργήσει άλλες στρεβλώσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση μιας μεταποιητικής βιομηχανίας, μίας τυροκομικής εταιρείας λόγου χάρη, που έχει τόσο του ρόλου του αγοραστή γάλακτος από παραγωγούς, όσο και του προμηθευτή τυριών του λιανεμπορίου.
Αν η ίδια εταιρεία υποχρεωθεί να εξοφλήσει τον συνεργαζόμενο παραγωγό γάλακτος σε 30 ημέρες, αλλά προμηθεύσει τη λιανική επιχείρηση με προϊόντα που δεν θεωρούνται ευαλλοίωτα – όπως κάποια τυριά ωρίμανσης – και κατ’ επέκταση εξοφληθεί μετά από κάποιους μήνες, τότε θα καταλήξει να παίξει το ρόλο ενός «μεσάζοντα πιστωτή» ανάμεσα στον παραγωγό και την εμπορική επιχείρηση.
Οι καταγγελίες και οι κυρώσεις
Μεταξύ άλλων, το νομοσχέδιο προβλέπει τη δυνατότητα λήψης ασφαλιστικών μέτρων και τη δυνατότητα της διαμεσολάβησης. Για την εφαρμογή του, το υπουργείο προχωρά στη σύσταση πενταμελούς Επιτροπής Καταπολέμησης Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών, στην οποία θα υποβάλλονται οι καταγγελίες. Το δικαίωμα της καταγγελίας το έχουν οργανώσεις παραγωγών, προμηθευτών και ενώσεις οργανώσεων, κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσοτέρων των μελών τους.
Η ίδια η Επιτροπή μπορεί να επιβάλει στους αγοραστές που υπέπεσαν στην παράβαση πρόστιμο που ανέρχεται μέχρι 1,5% του συνολικού κύκλου εργασιών τους κατά το οικονομικό έτος που προηγείται της σχετικής απόφασης και, εφόσον είναι υπότροποι ή η παράβαση διαπιστωθεί ότι προκαλεί ιδιαίτερα σημαντική διαταραχή στην αγορά, να επιβάλει πρόστιμο 3% του συνολικού τζίρου.
Χριστίνα Παπαγιάννη foodreporter