Είναι σχεδόν βέβαιο πως κάποια στιγμή στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον πολλοί από τους οδηγούς στους θεσσαλικούς δρόμους δεν θα χρειάζεται να γεμίζουν το ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου τους με υγρά καύσιμα, αλλά να φορτίζουν τη μπαταρία του με ηλεκτρικό ρεύμα.
Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα αναμένεται σταδιακά τα επόμενα χρόνια να αντικαταστήσουν ένα μεγάλο αριθμό των συμβατικών οχημάτων, τόσο λόγω των χαμηλών – σχεδόν μηδενικών – εκπομπών ρύπων όσο και της οικονομίας που εξασφαλίζουν σε ότι αφορά στη κατανάλωση ενέργειας.
Μάλιστα, πρόσφατα έγινε γνωστό πως η Γαλλία σχεδιάζει να απαγορεύσει σταδιακά μέσα στην επόμενη εικοσαετία την πώληση βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων και παράλληλα να ενθαρρύνει τη χρήση των ηλεκτρικών οχημάτων.
Ασφαλώς το παράδειγμα της Γαλλίας, η οποία ως γνωστόν διαθέτει από τις σημαντικότερες αυτοκινητοβιομηχανίες της Ευρώπης, είναι βέβαιο πως θα ακολουθήσουν αρκετές χώρες ακόμη.
Ήδη, αργά αλλά σταθερά η ηλεκτροκίνηση κερδίζει έδαφος στα αναπτυγμένα κράτη, καθώς αυξάνονται οι σταθμοί επαναφόρτισης και παράλληλα βελτιώνονται τα μοντέλα αποκτώντας μεγαλύτερη αυτονομία και χαμηλότερη τιμή.
Στην Ελλάδα προς το παρόν η χρήση ηλεκτρικών αυτοκινήτων είναι περιορισμένη, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην έλλειψη φορολογικών κινήτρων αλλά και στην απουσία επαρκών υποδομών για την επαναφόρτισή τους όποτε χρειαστεί.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί πως πρόσφατα (στις αρχές Μαίου 2017) τέθηκε σε λειτουργία ο πρώτος κοινόχρηστος σταθμός φόρτισης στη χώρα μας, όχι βέβαια στη Θεσσαλία αλλά στο λεκανοπέδιο Αττικής.
Ο σταθμός, ο οποίος λειτουργεί με πρωτοβουλία του δήμου Αλίμου, βρίσκεται στη συμβολή της λεωφόρου Αλίμου με την οδό Καβάφη και προσφέρει εντελώς δωρεάν φόρτιση στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα.
Το ρεύμα του εν λόγω σταθμού φόρτισης εξασφαλίζεται, μάλιστα, μέσω των φωτοβολταϊκών πάνελ που διαθέτει στο στέγαστρό του.
Χαμηλό κόστος χρήσης και συντήρησης
Όμως, ακόμη και αν χρειαστεί να φορτίσει κάποιος το όχημά του πληρώνοντας το σχετικό κόστος, η συγκεκριμένη δαπάνη είναι πολύ πιο χαμηλή σε σχέση με το κόστος που απαιτείται για τον ανεφοδιασμό με βενζίνη ή πετρέλαιο.
Κατά μέσο όρο τα οχήματα της συγκεκριμένης τεχνολογίας καταναλώνουν περίπου το ισοδύναμο ενός λίτρου βενζίνης, δηλαδή περίπου 10 kWh ηλεκτρικού ρεύματος, ανά 100 χιλιόμετρα.
Αν λάβουμε υπόψη πως το μέσο κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας ανέρχεται (μαζί με τις επιπλέον χρεώσεις) στα 20 λεπτά του ευρώ για την κάθε κιλοβατώρα, τότε η δαπάνη για να διανύσει ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο απόσταση 100 χιλιομέτρων δεν ξεπερνά το ποσό των δύο ευρώ.
Από την άλλη, για την ίδια ακριβώς απόσταση το πλέον οικονομικό πετρελαιοκίνητο όχημα θα χρειαστεί να «κάψει» καύσιμα αξίας τουλάχιστον 5 ευρώ, ήτοι δυόμιση φόρες μεγαλύτερο κόστος. Φυσικά για ένα βενζινοκίνητο όχημα, το κόστος είναι ακόμη μεγαλύτερο.
Με άλλα λόγια, για την διαδρομή Λάρισα - Βόλος που έχει απόσταση περί τα 60 χιλιόμετρα, το κόστος με ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο είναι μόλις 1,10 ευρώ, δηλαδή κατά πολύ μικρότερο ακόμη και από τη δαπάνη για την πληρωμή των διοδίων κατά μήκος του συγκεκριμένου οδικού άξονα.
Επιπλέον, με τη χρήση ενός ηλεκτρικού οχήματος επιτυγχάνεται κατά 80 - 90% λιγότερη κατανάλωση ενέργειας λόγω της υψηλής απόδοσης του ηλεκτροκινητήρα σε σχέση με τους συμβατικούς κινητήρες εσωτερικής καύσης, καθώς οι τελευταίοι έχουν μεγάλες θερμικές απώλειες ενέργειας.
Δεν είναι, όμως, μόνο το ιδιαίτερα χαμηλό κόστος λειτουργίας που καθιστά την ηλεκτροκίνηση συμφέρουσα από οικονομικής άποψης για τους οδηγούς.
Τα εν λόγω οχήματα απαιτούν επίσης μικρότερη δαπάνη όσον αφορά στη συντήρησή τους, ενώ οι μηδενικοί ρύποι και η σχεδόν αθόρυβη λειτουργία τους διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην προσπάθεια για περιορισμό της ηχορύπανσης και των εκπομπών ρύπων στα αστικά κέντρα.
Στα πλεονεκτήματα των ηλεκτρικών οχημάτων συγκαταλέγεται, επίσης, ο απλός μηχανισμός τους και η ευκολία στην οδήγηση.
Η εξέλιξη της τεχνολογίας περιορίζει τα μειονεκτήματα
Επειδή, όμως, κάθε πράγμα έχει δύο όψεις, έτσι και στην περίπτωση των ηλεκτρικών οχημάτων εκτός από τα πλεονεκτήματα υπάρχουν και τα αρνητικά στοιχεία.
Αν και με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη της τεχνολογίας τα μειονεκτήματα της ηλεκτροκίνησης τείνουν να περιορίζονται, εντούτοις είναι απαραίτητο ο ενδιαφερόμενος αγοραστής ενός ηλεκτρικού οχήματος να γνωρίζει τα αρνητικά στοιχεία που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσει.
Καταρχήν, το βασικό μειονέκτημά τους έχει να κάνει με την τιμή αγοράς που είναι υψηλότερη σε σχέση με τα συμβατικά αυτοκίνητα, κυρίως λόγω του κόστους των συσσωρευτών - μπαταριών.
Συγκεκριμένα, αυτή την περίοδο για να αποκτήσει κάποιος ένα μικρό ηλεκτρικό όχημα θα πρέπει να διαθέσει περί τις 15.000 έως 20.000 ευρώ, για ένα μικρομεσαίο από 20.000 έως 40.000 ευρώ και για τα μεγάλα πολυτελή οχήματα πολύ περισσότερα χρήματα.
Ασφαλώς, λόγω του χαμηλού κόστους χρήσης, η απόσβεση της «επένδυσης» θα γίνει σχετικά γρήγορα.
Το ενθαρρυντικό είναι πως σταδιακά οι τιμές των εν λόγω αυτοκινήτων μειώνονται και εκτιμάται πως μέσα στα προσεχή τρία – πέντε χρόνια θα προσεγγίσουν τις τιμές των συμβατικών.
Αρνητικό στοιχείο αποτελεί και η περιορισμένη αυτονομία ενός ηλεκτρικού αυτοκινήτου, ιδίως από τη στιγμή που το δίκτυο φόρτισης – ειδικά στην Ελλάδα – είναι περιορισμένο.
Επισημαίνεται πως η αυτονομία έχει σχέση με τις καιρικές συνθήκες, τη λειτουργία του κλιματιστικού, την επιτάχυνση, τον τρόπο οδήγησης κλπ.
Σε γενικές γραμμές, πάντως, η αυτονομία κυμαίνεται μεταξύ 100 – 300 χιλιομέτρων.
Για την αντιμετώπιση του προβλήματος κάποιες αυτοκινητοβιομηχανίες έχουν εισαγάγει τη δυνατότητα αναβάθμισης με την εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων νέας τεχνολογίας στην οροφή του κάθε οχήματος έτσι ώστε να διευρυνθούν τα όρια αυτονομίας.
Προβληματισμό σε ένα βαθμό στους ενδιαφερόμενους οδηγούς ηλεκτρικών οχημάτων φαίνεται να δημιουργεί και ο χρόνος που απαιτείται για την φόρτιση της μπαταρίας.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες φόρτισης και συγκεκριμένα η βραδεία και η ταχεία.
Η βραδεία μπορεί να διαρκέσει από 6 έως 8 ώρες και εφαρμόζεται συνήθως στο σπίτι κατά τη φόρτιση των οχημάτων το βράδυ ή όταν αυτά σταθμεύουν για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η ταχεία φόρτιση πραγματοποιείται κυρίως σε δημόσιους σταθμούς φόρτισης και διαρκεί από 15 λεπτά έως και 3 ώρες ανάλογα με την τεχνολογία και τα χαρακτηριστικά των ταχυφορτιστών.
Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος που απαιτείται είναι σαφώς περισσότερος σε σχέση με εκείνον για τον ανεφοδιασμό με βενζίνη ή πετρέλαιο.
Θα πρέπει, τέλος, να αναφερθεί πως ο κάτοχος ενός ηλεκτρικού αυτοκινήτου θα οφείλει να δίνει ιδιαίτερη προσοχή στην αυστηρή τήρηση των προδιαγραφών επαναφόρτισης των μπαταριών, καθώς έτσι διασφαλίζει την ορθή λειτουργία τους και τη διεύρυνση του κύκλου ζωής τους.
Χ.Δ. thessaliaeconomy.gr (με πληροφορίες από worldenergynews)