Σε μοντέλο δύο επιπέδων προσανατολίζεται η Ευρώπη για να σταματήσουν να επιδοτούνται όλοι οι καταναλωτές. Διπλασιάστηκαν οι τιμές χονδρικής στην Ελλάδα από τα τέλη Νοεμβρίου, έρχεται μεγάλη επιβάρυνση του προϋπολογισμού.
Σε αλλαγή κατεύθυνσης με ένα νέο μοντέλο επιδοτήσεων για το ρεύμα δύο επιπέδων και κατάργηση των οριζόντιων επιδοτήσεων κινείται η Ευρώπη, όπως αποφάσισε χθες το Eurogroup. Την ίδια ώρα, ο χειμώνας εκτοξεύει και πάλι τις τιμές της χονδρικής για το ρεύμα πάνω από τα 400 ευρώ / MWh. Στην ελληνική αγορά, οι τιμές για σήμερα είναι διπλάσιες από αυτές που καταγράφονταν στα τέλη του Νοεμβρίου και όλα δείχνουν ότι για τον Ιανουάριο θα χρειαστεί να αυξηθούν σημαντικά οι επιδοτήσεις, με σοβαρή επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού.
Όπως έγινε γνωστό χθες το απόγευμα, οι υπουργοί Οικονομικών της ΕΕ έθεσαν σε αμφισβήτηση τη στρατηγική που έχουν υιοθετήσει έως τώρα οι περισσότερες χώρες για τις επιδοτήσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που έχει οδηγήσει σε δημοσιονομικό κόστος που φθάνει στο 1,3% του ΑΕΠ της ευρωζώνης και συνολικά στα 700 δισ. ευρώ. Η κριτική που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια της συζήτησης σχετικά με τα προσχέδια προϋπολογισμών των κρατών για το 2023 εντοπιζόταν στο γεγονός πως τα μέτρα που επιλέχθηκαν έως σήμερα ήταν οριζόντια και όχι στοχευμένα, ενώ οι ΥΠΟΙΚ της ΕΕ εκτιμούν ότι το κόστος των μέτρων αυτών, εάν διατηρηθούν και το 2023, θα μπορούσε να φθάσει στο 0,9%.
Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση για ένα νέο μοντέλο κινείται στη λογική των δύο επιπέδων: οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα λαμβάνουν ένα βασικό πακέτο ενεργειακών υπηρεσιών σε επιδοτούμενη τιμή έως ένα συγκεκριμένο όριο κατανάλωσης που μένει να αποφασισθεί και, αν το ξεπερνούν, θα χρεώνονται με τις (υψηλές) τιμές της αγοράς. Με αυτόν τον τρόπο, η ΕΕ θέλει επιπλέον να διασφαλίσει πως εάν χρειασθεί να παραταθούν τα μέτρα στήριξης για όλο το 2023, τότε δεν θα περάσει λάθος μήνυμα στους πολίτες, που μπορεί να οδηγήσει σε «τόνωση της συνολικής ζήτησης το 2023», αντί να υπάρξει εξοικονόμηση ενέργειας από τους καταναλωτές λόγω των υψηλών τιμών.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην ανακοίνωση του Eurogroup, «το 2023 θα εξετάσουμε τα μέτρα μας για να διασφαλίσουμε ότι είναι στοχευμένα και επικεντρωμένα σε ευάλωτα νοικοκυριά και βιώσιμες επιχειρήσεις που εκτίθενται προσωρινά. Θα μπορούσε να διερευνηθεί ένα καλά βαθμονομημένο μοντέλο τιμολόγησης ενέργειας δύο επιπέδων και άλλα συστήματα που επιτυγχάνουν παρόμοιους στόχους, λαμβάνοντας υπόψη τα εθνικά χαρακτηριστικά».
Σημειώνεται ότι ένα μοντέλο δύο επιπέδων για την Ελλάδα θα είχε σοβαρές συνέπειες στην αλλαγή του τρόπου επιδότησης των νοικοκυριών. Σήμερα εφαρμόζεται ένα σύστημα, όπου οι επιδοτήσεις μειώνονται όσο αυξάνεται η κατανάλωση, αλλά το κράτος δεν παύει να επιδοτεί όλους τους καταναλωτές, ακόμη και όσους έχουν υψηλή κατανάλωση. Με το μοντέλο των δύο επιπέδων, από ένα σημείο και μετά οι επιδοτήσεις θα κόβονται εντελώς.
Η τιμή του ρεύματος εκτινάσσεται πάλι
Η ανακοίνωση αυτή έρχεται τη στιγμή που οι τιμές της χονδρικής του ρεύματος σε πολλές ευρωπαϊκές αγορές καταγράφουν σημαντική άνοδο, επιστρέφοντας κοντά στα επίπεδα – ρεκόρ του Αυγούστου και αγγίζουν ή ξεπερνούν τα τα 400 ευρώ/MWh. Ενδεικτικά, στην Γαλλία που κατέγραψε την υψηλότερη τιμή, το χονδρεμπορικό κόστος της μεγαβατώρας έφθασε στα 418 ευρώ, στην Ιταλία στα 401 και στη Βουλγαρία στα 396 ευρώ.
Ανάλογη ήταν και η εικόνα στην ελληνική αγορά χονδρικής ηλεκτρικού ρεύματος όπου η τιμή για σήμερα πέρασε λίγο πάνω από τα 400,86 ευρώ με αύξηση 19,03% συνεχίζοντας την ανοδική πορεία και των προηγούμενων ημερών. Από τα τέλη Νοεμβρίου, όταν βρισκόταν περίπου στα 200 ευρώ, η τιμή έχει διπλασιαστεί. Παράλληλα, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός πως το ενεργειακό μείγμα κατά 67% προέρχεται από ενέργεια παραγόμενη από ορυκτά καύσιμα. Πιο συγκεκριμένα, 54,8% η σημερινή παραγωγή καλύπτεται από φυσικό αέριο και κατά 12,2% από λιγνίτη.
Οι αυξημένες τιμές του ρεύματος δεν θα φτάσουν στους Έλληνες καταναλωτές τον Ιανουάριο, παρότι οι τιμές λιανικής που θα ανακοινωθούν στις 20 Δεκεμβρίου αναμένεται να είναι σημαντικά αυξημένες, καθώς οι κρατικές επιδοτήσεις θα απορροφήσουν τις αυξήσεις των τιμών. Ωστόσο, το πρόβλημα μεταφέρεται στα κρατικά ταμεία, αφού θεωρείται βέβαιο ότι θα χρειασθεί για τον Ιανουάριο να δοθούν επιδοτήσεις και από τον κρατικό προϋπολογισμό, δεδομένου ότι δεν θα επαρκέσουν οι πόροι του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. Υπενθυμίζεται ότι τον Σεπτέμβριο η Ελλάδα είχε υποστεί ένα δημοσιονομικό σοκ λόγω των υψηλών τιμών του ρεύματος, με τις συνολικές επιδοτήσεις να εκτινάσσονται στα 1,9 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 800 εκατ. ευρώ ήταν επιβάρυνση του προϋπολογισμού.
Ο δύσκολος χειμώνας μόλις άρχισε
Όπως σημειώνει ανάλυση του Bloomberg, ήδη από την περασμένη εβδομάδα, με την άνοδο των τιμών της ενέργειας άρχισε να διαγράφεται το άσχημο σενάριο για την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης μέσα στους επόμενους μήνες. Με τη μείωση της αιολικής δύναμης, οι αγορές βασίζονται όλο και περισσότερο σε μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με βάση το φυσικό αέριο και τον άνθρακα ή τον λιγνίτη (κάτι που συμβαίνει και στην Ελλάδα).
Στο παρελθόν, η γαλλική πυρηνική βιομηχανία θα είχε ενισχυθεί, εξάγοντας ηλεκτρική ενέργεια σε όλους. Αλλά η Γαλλία εισήγαγε πολλή ενέργεια καθώς πολλοί από τους αντιδραστήρες της έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας λόγω επισκευών, οδηγώντας σε περαιτέρω πίεση στην αγορά. Την ίδια ώρα, με μειωμένη τη δύναμη του αέρα, η Γερμανία δεν κατάφερε να βασιστεί στις ΑΠΕ στρεφόμενη και πάλι στα εργοστάσια ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα που παρήγαγαν το 40% της ηλεκτρικής ενέργειας που χρειάστηκε η χώρα την περασμένη εβδομάδα.
Οι συνθήκες αυτές δεν είναι η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας εφόσον μιλάμε για τους χειμερινούς μήνες. Με περιορισμένη την ενέργεια που μπορεί να παραχθεί από τις ΑΠΕ δεδομένων των καιρικών συνθηκών και ταυτόχρονα αυξημένη ζήτηση στην κατανάλωση λόγω των χαμηλών θερμοκρασιών τότε, εκτός από το ζήτημα τον τιμών, η Ευρώπη θα βρεθεί αντιμέτωπη με ζητήματα επάρκειας και αρκετές χώρες μπορεί να χρειαστεί να ζητήσουν περιορισμούς στην κατανάλωση προκειμένου να αποφευχθούν τα σενάρια των μπλακάουτ. Σενάριο με το οποίο έρχονται αντιμέτωπες χώρες όπως η Γαλλία, η Φινλανδία, η Ιρλανδία και η Σουηδία.
Παρά τον περιορισμό της εξάρτησης από το ρωσικό αέριο και τα υψηλά ποσοστά αποθήκευσης φυσικού αερίου που έχει πιάσει η ΕΕ την ώρα που και οι τιμές του παραμένουν σε χαμηλότερα επίπεδα από εκείνες του καλοκαιριού, το πρόβλημα είναι ότι οι αγορές ενέργειας είναι τόσο «σφιχτές» που αρκούν οι αλλαγές των καιρικών συνθηκών για να βρεθεί η Ευρώπη αντιμέτωπη με το χειρότερο σενάριο, όπου δε θα επαρκεί η ενέργεια για να «βγάλει» το χειμώνα. Πρόβλημα που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά και άμεσα στην ίδια την παραγωγική δυναμική και την ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών της μονάδων.
Χριστίνα Ζαφειρούλη businessnews.gr