Είναι ίσως η πρώτη φορά που οι λογαριασμοί ρεύματος απασχολούν τόσο έντονα το σύνολο των νοικοκυριών της χώρας, καθώς η ενεργειακή κρίση έχει εκτοξεύσει τα ποσά που καλούνται να πληρώσουν. Πολλοί αναζητούν το τιμολόγιο και τον πάροχο που ταιριάζει καλύτερα στις ανάγκες τους. Ομως η επιλογή δεν είναι εύκολη υπόθεση, δεδομένου ότι σήμερα υπάρχουν 18 ενεργοί πάροχοι και περισσότερα από 75 διαφορετικά οικιακά τιμολόγια. Η σύγκριση του τι προσφέρουν και σε ποια ακριβώς τιμή είναι ακόμα δυσκολότερη, καθώς οι διαφορές κρύβονται σε πολύπλοκους αλγορίθμους και αρκτικόλεξα. Ετσι, από τα 4-5 λεπτά της τηλεφωνικής προσφοράς πριν από ένα χρόνο, η τιμή της κιλοβατώρας έφτασε στα 24, 25, για να συγκρατηθεί στα 12 ή στα 13 λεπτά με την κρατική επιδότηση. Η «Καθημερινή» παρουσιάζει το αλφαβητάρι των λογαριασμών για να γίνει κατανοητό στους καταναλωτές τι πληρώνουν για τι.
Ποτέ άλλοτε από την πλήρη ηλεκτροδότηση της χώρας τη δεκαετία του ’60 ο λογαριασμός του ρεύματος δεν απασχόλησε τόσο πολύ τόσο πολλά ελληνικά νοικοκυριά. Ο ένας και μοναδικός πάροχος, ο φθηνός λιγνίτης και η άσκηση προνοιακής πολιτικής μέσω των μετρημένων στα δάχτυλα του ενός χεριού διαφορετικών τιμολογίων ρεύματος της ΔΕΗ καθιστούσαν την ηλεκτρική ενέργεια ένα αγαθό δεδομένο και σχετικά φθηνό. Αυτή η εποχή έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Σήμερα υπάρχουν 18 ενεργοί πάροχοι και περισσότερα από 75 διαφορετικά οικιακά τιμολόγια. Οι διαφορές τους είναι μικρές και καλά «κρυμμένες» σε άρθρα πολυσέλιδων συμβάσεων γραμμένα με κυριολεκτικά ψιλά γράμματα και σε αλγορίθμους, κατανοητούς μόνο από εκείνους που τους έφτιαξαν. Και αν η επιλογή παρόχου ή η άγνοια του τι πληρώνουμε κάθε μήνα ή κάθε δίμηνο σε εποχές κανονικές δεν είχε μεγάλη σημασία, σε περιόδους ενεργειακής κρίσης, όπως η τρέχουσα, έχουν σοβαρές επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημά μας. Μόνο μέσα στο τελευταίο τετράμηνο η κυβέρνηση χρειάστηκε να επιδοτήσει τον λογαριασμό ρεύματος με 700 εκατ. ευρώ για να περιορίσει την επιβάρυνση των νοικοκυριών από τις υπέρογκες αυξήσεις. Με τη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος να έχει σκαρφαλώσει μέσα από μια συνεχιζόμενη κούρσα που ξεκίνησε από το Μάιο –όταν έφτασε τα 65 ευρώ η μεγαβατώρα από 45 ευρώ το 2020– στα 228,9 ευρώ τον Νοέμβριο και να έχει σπάσει το φράγμα των 400 ευρώ μέσα στον Δεκέμβριο για τους καταναλωτές τα δύσκολα είναι μπροστά.
Οι μεγάλες αυξήσεις του Νοεμβρίου και του Δεκεμβρίου θα φανούν στους λογαριασμούς Ιανουαρίου - Φεβρουαρίου, γι’ αυτό και η κυβέρνηση αναζητάει από τώρα πόρους για να χρηματοδοτήσει τη συνέχιση των επιδοτήσεων. Από τις αρχές του έτους η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος αυξήθηκε πάνω από τέσσερις φορές, αύξηση που λόγω των επιδοτήσεων δεν έγινε μέχρι στιγμής ιδιαίτερα αντιληπτή από τους οικιακούς καταναλωτές.
Η τιμή της κιλοβατώρας στο τιμολόγιο του βασικού προμηθευτή που συγκεντρώνει το 64,5% της λιανικής αγοράς, με την επιβάρυνση από τη ρήτρα αναπροσαρμογής, από 0,11058 ευρώ έφτασε το 0,19 ευρώ τον Οκτώβριο, το 0,2631 ευρώ τον Νοέμβριο και το 0,2982 ευρώ τον Δεκέμβριο, για να περιοριστεί τελικά μετά τις επιδοτήσεις και τους τρεις μήνες στο 0,13 ευρώ. Πολύ μεγαλύτερες είναι οι αυξήσεις σε άλλους παρόχους που είχαν ευθύς εξαρχής ρήτρα αναπροσαρμογής και άρχισαν να περνούν τις ανατιμήσεις στη χονδρική από τον Μάιο.
Η πίεση των τιμών άρχισε να διαμορφώνει στη λιανική αγορά ρεύματος πρακτικές αντίστοιχες με αυτές που έχουν παγιωθεί σε άλλες αγορές, όπως για παράδειγμα στην κινητή τηλεφωνία.
Η κινητικότητα μεταξύ παρόχων έχει αυξηθεί σημαντικά τους τελευταίους μήνες καθώς οι καταναλωτές αναζητούν τον φθηνότερο πάροχο, ενώ για πρώτη φορά παρατηρείται και αντιστροφή του ρεύματος μετακίνησης, από τους ιδιώτες παρόχους προς τη ΔΕΗ.
Σε αυτό το περιβάλλον η προστασία των καταναλωτών μέσα από ένα διαφανές πλαίσιο τιμολόγησης αποκτά και ηθική διάσταση. Οι συμβάσεις θα πρέπει να λένε τα πράγματα με το όνομά τους και με μεγάλα γράμματα, για να γνωρίζει ο καταναλωτής εκ των προτέρων ποιο θα είναι το τελικό κόστος που θα πληρώσει και να βελτιωθεί και ο ανταγωνισμός. Πρωτοβουλία σε αυτή την κατεύθυνση πήρε η ΡΑΕ από την περασμένη άνοιξη, το αποτέλεσμα ωστόσο είναι κατώτερο των αρχικών προσδοκιών λόγω των αντιδράσεων των παρόχων. Μετά τρεις συνεχόμενες διαβουλεύσεις, η ΡΑΕ δεν κατέληξε σε κάποια απόφαση που θα είχε υποχρεωτικό χαρακτήρα εφαρμογής για τους παρόχους αλλά στην έγκριση κατευθυντήριων γραμμών, ουσιαστικά δηλαδή σε απλές συστάσεις.
Η ΡΑΕ ξεκίνησε από προτάσεις επιβολής πλαφόν στη ρήτρα αναπροσαρμογής στη λογική της απορρόφησης μέρους του αυξημένου κόστους από τους προμηθευτές, με τον πρόεδρο Αθανάσιο Δαγούμα να δηλώνει δημοσίως ότι «δεν νοείται δραστηριότητα μηδενικού ρίσκου», την κατάργηση της ρήτρας πρόωρης αποχώρησης αλλά και την κατηγοριοποίηση των τιμολογίων με κριτήριο το ρίσκο για τους καταναλωτές. Το πακέτο των προτάσεων ήταν αποτέλεσμα ενός ενδελεχούς ελέγχου του τρόπου που τιμολογούν οι προμηθευτές, ο οποίος κατέληξε και σε πρόστιμα για κάποιες εταιρείες. Οι αντιδράσεις ήταν τέτοιες που τελικά η ΡΑΕ υποχρεώθηκε να ανασκευάσει καταλήγοντας σε κατευθυντήριες γραμμές και πρότυπα σύμβασης και λογαριασμού ρεύματος, τα οποία οι προμηθευτές θα πρέπει να υιοθετήσουν από τον Μάρτιο του 2022.
Αντί των τιμολογίων με κριτήριο το ρίσκο (υψηλού, χαμηλού και μηδενικού) η ΡΑΕ ενέκρινε εκτός από σταθερά, τιμολόγια με όριο αυξομείωσης στα οποία οι πάροχοι θα πρέπει να προσδιορίζουν εκ των προτέρων το όριο της αυξομείωσης της τιμής της κιλοβατώρας από την ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής και τιμολόγια χωρίς όριο προσαύξησης, τα οποία θα περνούν το σύνολο των αυξομειώσεων από τη ρήτρα αναπροσαρμογής στην κατανάλωση, όπως συμβαίνει και σήμερα.
Ενα μεγάλο μέρος, πάντως, του λογαριασμού ρεύματος αντιστοιχεί σε τέλη υπέρ τρίτων (δήμοι, ΕΡΤ κ.λπ.) και χρεώσεις που δεν έχουν καμία σχέση με το ρεύμα. Ισως ήρθε η ώρα να πάψουν οι πάροχοι και οι λογαριασμοί να λειτουργούν ως εισπρακτικοί μηχανισμοί, όχι μόνο γιατί «φουσκώνουν» τους λογαριασμούς, αλλά και για λόγους αρχής, για να ενισχυθεί η λογοδοσία τους έναντι αυτών που τους πληρώνουν.
Επί του παρόντος, ωστόσο, και στο άμεσο μέλλον θα συνεχίσουμε μέσω των λογαριασμών να πληρώνουμε από τους μπαταχτσήδες και το τέλος υπέρ τελωνειακών υπαλλήλων μέχρι τα τέλη των δήμων και το κοινωνικό τιμολόγιο για τους ευάλωτους καταναλωτές και τις επιδοτήσεις στα μη διασυνδεδεμένα νησιά που δεν πέφτουν παρότι πολλά από αυτά έχουν διασυνδεθεί με το ηπειρωτικό σύστημα της χώρας.
Χρύσα Λιάγγου Καθημερινή