Κάπου 320 χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Γάλλος λογιστής Θεόφραστος Ρενωντό εξέδωσε την πρώτη εφημερίδα στην Ευρώπη, που ουσιαστικά ήταν μία συνοπτική έκδοση του τότε Παρισιού. Έκτοτε, η δημοσιογραφία και γενικά τα Μέσα μαζικής επικοινωνίας έχουν περάσει από 40 κύματα. Σήμερα δε βρίσκονται εκ νέου σε μία νέα εποχή –αυτήν που συνδέεται με την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και τις δραματικές αλλαγές που η τελευταία επιφέρει στις παραγωγικές δομές και σχέσεις.
Αλλαγές που τα τελευταία χρόνια γίνονται όλο και πιο έντονες στο δημοσιογραφικό τοπίο και στον επικοινωνιακό χώρο και, όπως είναι φυσικό, επηρεάζουν πλέον τόσο τις μορφές όσο και το περιεχόμενο της ενημέρωσης. Σαφώς δε οι αλλαγές αυτές φέρνουν στο προσκήνιο και ένα πρόβλημα που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Έτσι, η δημοσιογραφία όπως την γνωρίσαμε στα θρανία και στην πράξη, αλλάζει βαθειά και έχει ήδη απομακρυνθεί από τις παραδοσιακές μορφές της. Κατά συνέπεια, παρατηρούνται τα ακόλουθα φαινόμενα:
*Οι πηγές πληροφόρησης για το ίδιο θέμα είναι ποικίλες και σπανίως πλέον μία είδηση πηγάζει από μία μοναδική πηγή.
*Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και το Διαδίκτυο επιτρέπουν ταχύτατες προσβάσεις σε αρχεία και τράπεζες δεδομένων, πράγμα αδιανόητο στο παρελθόν.
*Ο δημοσιογράφος, στο μέτρο που δεν γνωρίζει καλά ένα θέμα, γελοιοποιείται και τελικώς εγκαταλείπεται από το κοινό.
*Η εγκυρότητα της σύγχρονης δημοσιογραφίας έγκειται στο κατά πόσον έχει ενσωματωθεί στις κοινωνίες της γνώσης και σε ποιον βαθμό γνωρίζει τα αντικείμενα και τα θέματα τα οποία επεξεργάζεται. Οι καιροί είναι κακοί για τους ερασιτέχνες, τους αμαθείς ή ημιμαθείς και τους αρπακολλατζήδες.
*Το Διαδίκτυο στην ουσία καταργεί τα εκδοτικά προνόμια και επιτρέπει σε όποιον το επιθυμεί να γίνει εκδότης / δημοσιογράφος. Ακόμα, μέσω του Διαδικτύου πολλοί δημοσιογράφοι έχουν την δυνατότητα διασύνδεσής τους, άρα μπορούν να δημιουργούν υψηλής εξειδίκευσης συνεταιρισμούς ειδήσεων, ρεπορτάζ, αναλύσεων, σχολίων. Σήμερα λίγοι δημοσιογράφοι μπορούν να εκδίδουν πολυσέλιδες εφημερίδες ή μεγάλα περιοδικά.
*Η δημοσιογραφική τηλεργασία θα μεταβάλλει όλο και περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις και θα ενισχύει τον αριθμό των αυτοαπασχολούμενων δημοσιογράφων (freelancers).
*Η ψηφιακή τηλεόραση είναι η αφετηρία μίας συγκλονιστικής επικοινωνιακής και δημοσιογραφικής επανάστασης, η οποία μόλις άρχισε.
*Στο παρελθόν οι εφημερίδες λειτουργούσαν στην βάση της δημοσίευσης λίγων ειδήσεων για πολλούς. Σήμερα κινούνται στην λογική της κάλυψης πολλών θεμάτων για λίγους. Επιβεβαιώνεται, έτσι, η τάση του περάσματος, από την μεταφορά μαζικών πληροφοριών, στην επεξεργασία αμέτρητων εξειδικευμένων ειδήσεων οι οποίες προέρχονται από πολλές πηγές.
*Οι αλλαγές στα Μέσα μαζικής επικοινωνίας συμβαδίζουν με τεράστιες μεταβολές στο επίπεδο του κοινού –δηλαδή των αποδεκτών ειδήσεων, πληροφοριών και λοιπών δημοσιογραφικών προϊόντων.
*Στις νέες συνθήκες, το ζητούμενο για μία εφημερίδα ή για ένα περιοδικό δεν είναι το πώς θα γεμίζει λευκές σελίδες με φθηνή δημοσιογραφική ύλη, αλλά σε ποιον βαθμό το δημοσιογραφικό υλικό είναι καλά επεξεργασμένο. Παρατηρείται, δηλαδή, και στην δημοσιογραφία το ίδιο φαινόμενο που σημειώθηκε, από οικονομικής πλευράς, στην γεωργία –σε αντίθεση με τον παλαιό, ο σύγχρονος καταναλωτής θέλει να καταναλώνει επεξεργασμένα είδη διατροφής και όχι χύδην αγροτικά προϊόντα και προτιμά τις όμορφες και ενημερωτικές συσκευασίες και όχι την προχειρότητα και τους φθηνούς ερασιτεχνισμούς.
Οι δημοσιογράφοι, από την πλευρά τους, αντλούν σήμερα πληροφορίες από το Διαδίκτυο, από παγκόσμια καλωδιακά δίκτυα, από εξειδικευμένες εταιρείες έρευνας αγοράς και κατηγοριακού μάρκετινγκ, από τράπεζες δεδομένων οι οποίες διαθέτουν στοιχεία 50 ετών, από ηλεκτρονικά αποκόμματα Τύπου και, βεβαίως, από επίσημες και μη κυβερνητικές πηγές. Παρατηρείται δηλαδή υπεραφθονία δημοσιογραφικών πηγών, η οποία ανατρέπει όλες τις παραδοσιακές μορφές δημοσιογραφικής έρευνας. Προσφάτως, στις ΗΠΑ, δημοσιογράφος που θέλησε να κάνει έρευνα για τις φυλετικές διακρίσεις δέχθηκε από εξειδικευμένο γραφείο 53 εκατομμύρια bites πληροφοριών. Ήταν πλέον θέμα δικό του η επεξεργασία, η ανάλυση και η παρουσίαση του υλικού αυτού στην μορφή δημοσιογραφικής έρευνας.
Περιττόν να τονιστεί ότι αυτή η δυνατότητα άντλησης πληροφοριών οδηγεί σε ένα άλλο δημοσιογραφικό φαινόμενο, αυτό της εντατικής επεξεργασίας (intensity processing). Η τελευταία, σπάνια στο παρελθόν, σήμερα αποτελεί κοινό τόπο και γι’ αυτό οι δημοσιογράφοι προσπαθούν να βρουν μέσα από την διαδικασία αυτή ποια προστιθέμενη αξία μπορούν να αντλήσουν.
Η εξέλιξη αυτή, όμως, μεταβάλλει και τις βασικές δημοσιογραφικές δεοντολογικές αρχές. Παλαιότερα, όταν οι δημοσιογράφοι ήσαν απλοί μεταφορείς ειδήσεων, προείχε η ουδέτερη στάση τους απέναντι στην είδηση. Στις σημερινές συνθήκες η ουδετερότητα αυτή είναι αντίθετη με την εντατική επεξεργασία πληθώρας πληροφοριών, διότι ο δημοσιογράφος δεν έχει πλέον κολοσσιαίες δυνατότητες επιλογής πηγών. Για τον λόγο αυτόν, αρκετοί δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι η πολυπλοκότητα των γεγονότων τα οποία συνθέτουν μία είδηση και οι τρόποι κάλυψης της επικαιρότητας κάνουν σχεδόν αδύνατη την αντικειμενικότητα –έννοια η οποία, ως εκ τούτου, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί.
Ωστόσο, η άποψη αυτή αμφισβητείται από άλλους δημοσιογράφους, μεταξύ των οποίων και ο υπογράφων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η δυσκολία της επίτευξης ενός στόχου δεν σημαίνει ότι αυτός παύει να υπάρχει και άρα δεν θα πρέπει να αναζητείται για να επιτευχθεί. Κατά την άποψή μας, μπροστά στα φαινόμενα που περιγράφουμε ο δημοσιογράφος έχει καθήκον να ψάχνει να βρει νέες αρχές πιο εξειδικευμένης και εκλεπτυσμένης αντικειμενικότητας, που θα πειθαρχεί την επεξεργαστική διαδικασία.
Ένα χρήσιμο πρότυπο για την απαιτούμενη νέα αντικειμενικότητα θα μπορούσε να αναζητηθεί στην διαδικασία των επιστημονικών μεθόδων. Στοιχεία από τις τελευταίες μπορούν να γίνουν και χρήσιμα δημοσιογραφικά εργαλεία –αρκεί, βεβαίως, οι δημοσιογράφοι να θέλουν, να μπορούν και να επιδιώκουν να τα χρησιμοποιήσουν. Η επιστήμη είναι εξ ορισμού αντικειμενική και οι κανόνες που χρησιμοποιεί για την ανακάλυψη και την κατανομή της αλήθειας μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την ικανοποίηση των νέων δημοσιογραφικών αναγκών, αυτών της σοβαρής και υπεύθυνης δημοσιογραφίας.
Έτσι, στις νέες συνθήκες, η νέα δημοσιογραφία θα πρέπει, στην καταγραφή, ανάλυση και διερεύνηση των γεγονότων, να εφαρμόζει, πρώτον, τις επιστημονικές αρχές της υπόθεσης-απόδειξης-επαλήθευσης (ή διάψευσης) και, δεύτερον, να αναζητεί, κατά το αριστοτελικό πρότυπο, την άκρη. Το να σκέπτεται ή να εξετάζει κανείς το κάθε γεγονός από την αρχή και έως την άκρη, και πάλι από την αρχή και πάλι έως την άκρη, αυτό θα πει προβληματισμός. Ο προβληματισμός είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπινου «λόγου», δηλαδή μία ειδική διάσταση του στοχασμού. Μια τέτοια επίπονη και ατελείωτη διαδικασία έχει τεράστιο ηθικό νόημα, ταυτόχρονα όμως πλάθει και την αντίληψη για την πραγματικότητα που πρέπει να επεξεργασθεί ο δημοσιογράφος.
Εννοείται ότι, εκείνος που επιχειρεί και κατορθώνει να εκτελέσει το έργο αυτό, μπορεί σε μεγάλο βαθμό να συλλαμβάνει και να διατυπώνει αλήθειες με σημασία. Στο πλαίσιο αυτό, εκτιμάται ότι σημαντικός θα είναι ο ρόλος του υψηλής εξειδίκευσης Τύπου, αλλά και των περιφερειακών Μέσων που θα μπορούν να βρίσκονται κοντά στους πολίτες.
Στην νέα δημοσιογραφία, κύριο γνώρισμα αυτής της τελικής μορφής θα πρέπει να είναι η παροχή της δυνατότητας και σε τρίτους να επαληθεύουν τα όσα γράφει ή λέει ένας δημοσιογράφος. Πρόκειται για το φαινόμενο της διπλοτυπικής δημοσιογραφίας (replicability), η οποία, κατά την γνώμη μας, δεν αποκλείεται να συνιστά και προωθημένη μορφή δημοκρατίας.
Το γενικότερο συμπέρασμα που προκύπτει από αυτά που προηγούνται είναι αυτή της ανάγκης να επαναθεωρηθούν πάγιες δημοσιογραφικές αρχές και, κυρίως, να επανεξετασθούν σε βάθος τα εκπαιδευτικά προγράμματα ιδιωτικών και κρατικών δημοσιογραφικών σχολών. Τέλος, καλό θα ήταν και οι ποικίλες ενώσεις συντακτών και οργανώσεις ιδιοκτητών στην χώρα μας να εμβαθύνουν στις νέες συνθήκες και στις εξελίξεις που αυτές συνεπάγονται και να επαναπροσδιορίσουν αναλόγως τις λειτουργίες, τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες τους.