Οι περισσότεροι που θα ερωτηθούν πώς γεννιέται το χρήμα, μάλλον έχουν πλέον μια σχετικά «πειστική» απάντηση: γεννιέται μέσα στις Κεντρικές Τράπεζες, σχετικά «εύκολα», χωρίς μεγάλο επίπεδο «κάλυψης» και εν συνεχεία κυκλοφορεί εντός του χρηματοπιστωτικού κυκλώματος, περίπου ως αυτοπολλαπλασιαζόμενο.
Αυτή είναι η γενική εντύπωση και δεν απέχει πολύ από την θεωρία. Άλλωστε το χρήμα έχει τον δικό του μυστικιστικό κόσμο παραγωγής, χρήσης, κυκλοφορίας, αποθησαυρισμού. Ασφαλιστικές δικλείδες για «φούσκα χρήματος» εντός του οικονομικού συστήματος, υπάρχουν πολλές. Αν και το μυαλό όλων πάει στο χρυσό, ως αναγκαία νομισματική βάση, θα έλεγα ότι η κυριότερη ίσως να είναι αυτή που αφορά τις εμπορικές τράπεζες: το περίφημο δηλαδή το ποσοστό δέσμευσης διαθεσίμων κάθε τράπεζας εντός της Κεντρικής της Τραπέζης. Να σημειώσω φυσικά ότι η νομισματική επέκταση σε μια Οικονομία είναι γενικά ένα φαινόμενο συσχέτισης πολλών παραμέτρων αλλά και αλληλεπιδράσεων μεταξύ της πολιτικής εμπορικών τραπεζών, χρηματοπιστωτικών φορέων και της Κεντρικής Τράπεζας.
Αλλά ας μην χαθούμε μέσα στα αχανή πεδία της Τραπεζικής. Ζούμε στην Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα στην Ευρωζώνη. Προνόμιο έκδοσης νομίσματος δεν έχουμε ως εθνικές οικονομίες, το κατέχει μόνο η ΕΚΤ. Και πολλοί εξ ημών αναρωτιούνται 7 χρόνια τώρα: αφού λείπει το χρήμα από την ζωή μας, γιατί δεν κόβει η ΕΚΤ να το κυκλοφορήσει; Τόσο πολύ επικίνδυνος είναι ο πληθωρισμός; Και πάλι θα ξεφύγω από τις εύκολες απαντήσεις αφού αλλού θέλω να καταλήξω, παραθέτοντας πρώτα μια έκθεση που μόλις κυκλοφόρησε από την Κεντρική τράπεζα της Γερμανίας, την Bundesbank.
Προτείνεται λοιπόν, οι ευρωπαϊκές τράπεζες να λαμβάνουν χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα (ΕΚΤ) με εγγύηση το 100% των καταθέσεων όψεως τους .Μοιάζει εντυπωσιακό, αλλά δεν είναι. Πηγάζει από ένα υπαρκτό φαινόμενο: «Από τότε που το Ευρωσύστημα ξεκίνησε τα οικεία μη τυποποιημένα μέτρα νομισματικής πολιτικής, τα αποθέματα των κεντρικών τραπεζών στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκαν σημαντικά, περισσότερο από επτά φορές σε μια περίοδο περίπου 10 χρόνων. Ταυτόχρονα, το ευρύτερο νομισματικό μέγεθος M3, το οποίο περιλαμβάνει τις υποχρεώσεις των εγχώριων τραπεζών και των κεντρικών τραπεζών έναντι των εγχώριων μη τραπεζών, όπως τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, αυξήθηκε μέτρια».
Δεν έχουν άδικο, εκ πρώτης όψεως, οι συντάκτες της έκθεσης. Με την φράση «οικεία μη τυποποιημένα μέτρα νομισματικής πολιτικής», καυτηριάζουν την αλόγιστη κατ’ αυτούς πιστωτική επέκταση, ενώ χτυπούν καμπανάκι με στόχο να περιορίσουν την «δημιουργία» χρήματος από τις τράπεζες και να βελτιώσουν έτσι τη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα, αφού η ποσότητα των χρεογράφων (κυρίως ομόλογα) που έχουν παρκαριστεί στα λογιστικά κιτάπια των κεντρικών τραπεζών για να εκδοθεί χρήμα, έχει φουσκώσει τους ισολογισμούς τους επικίνδυνα.
Πάλι από την ίδια πηγή, παραθέτω μεταφρασμένη μια άλλη σημαντική παράγραφο της έκθεσης: «Παρά την ικανότητά της να δημιουργεί χρήματα, μια τράπεζα χρειάζεται την ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας για την ταμειακή εκκαθάριση των πληρωμών όταν οι καταθέσεις όψεως που δημιουργούνται με δανεισμό μεταφέρονται σε άλλες τράπεζες. Αυτά είναι υπόλοιπα τα οποία μόνο η κεντρική τράπεζα μπορεί να δημιουργήσει. Μια τράπεζα αποφασίζει για τη δομή της χρηματοδότησής της ανάλογα με το σχετικό κόστος καθώς και τον κίνδυνο επιτοκίου και ρευστότητας. Για να είναι σε θέση να χορηγήσει πρόσθετα δάνεια, μπορεί να προσφέρει ευνοϊκότερους πιστωτικούς όρους. Ωστόσο, εάν το κόστος χρηματοδότησης παραμείνει σταθερό, οι αποδόσεις δανείων θα είναι χαμηλότερες και, αν είναι όλα ισοδύναμα, ο πρόσθετος δανεισμός θα είναι λιγότερο ελκυστικός».
Αποκωδικοποιώντας την τεχνική γλώσσα της παραγράφου, βλέπουμε το προφανές που δεν ονομάζεται ευθέως: όλα εξαρτώνται από το παρεμβατικό επιτόκιο, που ανεβοκατεβάζει το κόστος του χρήματος, εργαλείο των Κεντρικών Τραπεζών και μόνο. Θέλω να επισημάνω ότι ζούμε σε παράξενες εποχές για την Οικονομική Θεωρία και κυρίως για την Θεωρία Ζήτησης Χρήματος. Ζούμε σε εποχή αρνητικών επιτοκίων για κάποιες πλεονασματικές οικονομίες (πχ. Γερμανία),την ίδια ώρα που η ρευστότητα μειώθηκε ραγδαία σε υπερχρεωμένες χώρες που τώρα γυρνάνε από ελλειμματικές σε πλεονασματικές (πχ. Ελλάδα).Θα επαναλάβω μια πρόταση μου στην εισαγωγή αυτού του κειμένου: το χρήμα έχει τον δικό του μυστικιστικό κόσμο παραγωγής, χρήσης, κυκλοφορίας, αποθήκευσης. Οι συντηρητικοί και ταυτόχρονα εχθροί του πληθωρισμού Γερμανοί (το φάντασμα της Βαϊμάρης είναι πάντα ζωντανό),εξισώνουν - εμμέσως πλην σαφώς- την κυκλοφορία του χρήματος με την κατατεθειμένη ποσότητα του εντός των τραπεζών. Δεν θα ξεχάσω την πρόταση Γερμανών τραπεζιτών που ήλθαν στην Ελλάδα στο μέσο της κρίσης και ήθελαν να ανοίξουν καταστήματα ανά την επικράτεια, λέγοντας το εξής αμίμητο: θα χορηγούμε δάνεια ισόποσα των καταθέσεων που θα κάνουν οι Έλληνες πολίτες.
Να με συγχωρέσουν οι συνάδελφοι της Μακροοικονομικής για τα εύκολα νοητικά άλματα που κάνω αλλά θεωρώ ότι αυτή η πρόταση της Bundesbank κυκλοφορεί σκόπιμα ως μια απλουστευτική εκδοχή της «ορθόδοξης» νομισματικής κυκλοφορίας, σε μια περίοδο που λίγο-πολύ μοιάζει με μεταβατικό στάδιο για τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό. Έννοιες όπως αποταμίευση, πιστώσεις, επενδύσεις, κόστος χρήματος, έχουν σκεπαστεί από ένα νέφος ανορθόδοξης οικονομικής πραγματικότητας που χαρακτηρίζεται με το αιώνιο μυστικό του χρήματος, μυστικό που πεισματικά αρνούμαστε να αποδεχθούμε ως κοινωνίες: γίνεται τόσο σπάνιο και δυσεύρετο το χρήμα, όσο περισσότερο συσσωρεύεται από λίγους. Ούτε στην σελήνη πάει, ούτε εξαϋλώνεται. Ο Keynes φυσικά μας στέλνει χαιρετίσματα από τον άλλο κόσμο, αφού μιλούσε πριν έναν αιώνα σχεδόν για την περίφημη «παγίδα ρευστότητας».
Δια της απουσίας του φυσικά, το μαγικό χρήμα απαξιώνει πλούτο και περιουσίες, συνεπές με αυτή την «δημιουργική καταστροφή» του Κεφαλαίου λόγω των εμπορικών κύκλων και των κύκλων μεγέθυνσης της Οικονομίας, που μας περιέγραψε εύστοχα μεταξύ άλλων ο Schumpeter πριν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι Γερμανοί σήμερα λοιπόν, αφού επιμένουν να μας επιβάλλουν πολιτικές λιτότητας και ασφυξίας, συνεχίζουν να μας θυμίζουν ότι η σύγχρονη μονεταριστική εκδοχή της Οικονομίας προϋποθέτει και συνεπάγεται «εξισωτικές δυνάμεις» στην κυκλοφορία του χρήματος αλλά και στο πιστωτικό σύστημα. Αφού, εν τω μεταξύ, αυτοί οι ίδιοι οι Γερμανοί είναι που συνέβαλλαν με τις υπερ-πλεονασματικές πολιτικές τους, στο να έχουμε ελάχιστη ζήτηση χρήματος για επενδύσεις αν και ζούμε την εποχή με το φθηνότερο χρήμα όλων των εποχών. Ο περίφημος θεωρητικός ισχυρισμός της «χαμηλής τιμής» που τονώνει την ζήτηση και καλύπτει την προσφορά ενός εμπορεύματος, δεν λειτουργεί στην περίπτωση του παρατεταμένου χαμηλού κόστους για το αγαθό-χρήμα. Είναι ίσως γιατί το αόρατο χέρι του θείου Adam (Smith) είναι πράγματι αόρατο, όπως πχ. και στην αγορά εργασίας; Ποιος ξέρει.
Πάντως η Bundesbank, μήτρα του νέο-ευρωπαϊκού μονεταρισμού, έχει βαρύ «χέρι» και δεν κάνει τίποτα άλλο από το να προτρέπει την «επαναφορά» σε μια δήθεν σταθερή ισορροπία για το πιστωτικό σύστημα της Ευρωζώνης. Μια ισορροπία που φυσικά δεν μας εγγυάται το πώς οι αναγκαίες πιστώσεις για επενδύσεις, παραγωγή και αύξηση της απασχόλησης, θα δώσουν λύσεις στο οξύ κοινωνικό πρόβλημα που γεννάει η μόνιμη δημοσιονομική προσαρμογή οικονομιών σαν την δική μας, όπου το προνόμιο έκδοσης χρήματος σε εθνικό επίπεδο, απλά δεν υπάρχει...