Οι αντινομίες που ταλαιπωρούν την ελληνική γαλακτοκομία άρχισαν να παράγουν συνέπειες. Η γαλακτοβιομηχανία Δέλτα, από τις κορυφαίες εταιρείες στον κλάδο των τροφίμων, εδώ και μερικές εβδομάδες σταμάτησε τη διανομή του παστεριωμένου γάλακτος (φρέσκο) πάνω από την περιοχή της Λαμίας, επικεντρώνοντας τη διανομή του στο λεκανοπέδιο της Αττικής.
Ο λόγος είναι απλός: η μείωση της κατανάλωσης του παστεριωμένου γάλακτος από την αρχή του χρόνου -και δεδομένου ότι πρόκειται για προϊόν διάρκειας 7 ημερών- έχει αυξήσει το ποσοστό των επιστροφών και σε συνδυασμό με την αύξηση του μεταφορικού κόστους, κατέστησε ζημιογόνο το προϊόν.
Έτσι κι αλλιώς πρόκειται για ένα προϊόν που έχει χαμηλό περιθώριο κερδοφορίας. Και στις περιοχές από την Κεντρική Ελλάδα και πάνω η εταιρεία δίνει έμφαση σε άλλα της προϊόντα μεγαλύτερης χρονικής διάρκειας, στις επιμέρους αγορές των οποίων η κατάσταση δεν είναι τόσο δραματική.
Μάλιστα όπως έλεγαν πηγές της αγοράς μιλώντας προς το BD «έχει παρέλθει η εποχή που σ΄ολόκληρη την Ελλάδα το γάλα είχε μία τιμή, τώρα πλέον η Κρήτη ή οι άλλες νησιωτικές περιοχές έχουν υψηλότερη τιμή απ΄ότι έχει πχ η Αττική. Το μεταφορικό κόστος δεν μπορεί να αγνοείται σε ένα προϊόν με τόσο χαμηλό περιθώριο κερδοφορίας».
Είναι προφανές ότι το μερίδιο του παστεριωμένου γάλακτος που έχει αφήσει η Δέλτα, το καταλαμβάνουν ο Όλυμπος, η Μεβγάλ, η ΕΒΟΛ, η Κουκάκης και γενικότερα οι άλλες γαλακτοβιομηχανίες που δραστηριοποιούνται στην Κεντρική και Βόρειο Ελλάδα.
Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI η κατανάλωση του παστεριωμένου γάλακτος είναι αυτή που έχει πληγεί περισσότερο απ΄ όλες της κατηγορίες της γαλακτοκομίας. Τον περασμένο Σεπτέμβριο η πτώση της κατανάλωσης ήταν 6,5%, ελαφρώς βελτιωμένη έναντι του Ιουλίου, με ελαφρά αύξηση της αξίας των πωλήσεων, λόγω του τουρισμού.
Αντιθέτως τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα στην κατηγορία του γάλακτος υψηλής παστερίωσης. Τον Σεπτέμβριο η μείωση της κατανάλωσης ήταν 3,7% και η αξία των πωλήσεων αυξήθηκε κατά 5,6%. Εκτιμάται μάλιστα ότι θα μετατοπιστεί η ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των γαλακτοβιομηχανιών στη συγκεκριμένη κατηγορία η οποία έχει χαμηλότερες απώλειες από την καταναλωτική κρίση.
Προβληματίζει η φέτα
Εν τω μεταξύ ισχυρούς προβληματισμούς προκαλεί η αγορά της φέτας, του πιο δημοφιλούς ελληνικού τυριού και του νέου εξαγωγικού success story. Οι υψηλές τιμές που έχουν διαμορφωθεί στην παραγωγή της πρώτης ύλης και κυρίως του πρόβειου γάλακτος –ανέρχονται ως και 1,60 ευρώ το κιλό– έχουν απογειώσει τη λιανική τιμή του προϊόντος, η οποία κινείται πάνω από 13 – 14 ευρώ το κιλό.
Η υψηλή εξαγωγική ζήτηση και η σχετικά περιορισμένη πτώση της κατανάλωσης ανεβάζουν συνεχώς την τιμή. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI που αφορούν στην κατηγορία των λευκών τυριών -στην οποία το 70% ανήκει στην φέτα και το 30% είναι κυρίως τυρί παραγόμενο από αγελαδινό γάλα- στη διάρκεια του περασμένου Σεπτεμβρίου η μείωση της κατανάλωσης περιορίστηκε στο 4,8% από 5,9% τον Ιούλιο – προφανώς λόγω της τουριστικής περιόδου.
Όμως, η αξία των πωλήσεων από 7,6% τον Ιούλιο ανήλθε στο 10,7% τον Σεπτέμβριο, γεγονός που υποδηλώνει τη συνεχή ανατίμηση του προϊόντος, δεδομένου ότι η κατανάλωση είναι πτωτική.
Πηγές της αγοράς μιλώντας προς το BD έλεγαν πως σύμφωνα με τις διαφαινόμενες τάσεις του κλάδου της τυροκομίας, από τον Φεβρουάριο του 2023 και μετά αναμένεται να αρχίσει η αποκλιμάκωση των τιμών της φέτας, αφού βεβαίως προηγουμένως έχει αρχίσει η αποκλιμάκωση των τιμών παραγωγού.
Πώς θα συμβεί αυτό; Έχουν αρχίσει και αυξάνονται οι πωλήσεις «λευκού τυριού», δηλαδή προϊόντος τύπου «φέτας» που παράγεται από αγελαδινό γάλα κι όχι από αιγοπρόβειο, πράγμα που σημαίνει ότι είναι σημαντικά φθηνότερο από τη φέτα –η λιανική του τιμή κυμαίνεται από 8 ως 9 ευρώ το κιλό. Δηλαδή όσο είχε η φέτα πριν από ένα χρόνο.
Με την καταναλωτική κόπωση η οποία είναι έκδηλη, η στροφή ενός μέρους των καταναλωτών στο λευκό τυρί δεν είναι ένα παράδοξο φαινόμενο. Ήδη υπάρχουν τα πρώτα σημάδια. Κι όπως εξηγούν οι ίδιες πηγές, την ερχόμενη άνοιξη η τιμή του πρόβειου γάλακτος εκτιμάται ότι δεν θα είναι πάνω από 1,40 ευρώ το κιλό.
Δημήτρης Χαροντάκης, businessdaily.gr