Η βιταμίνη Ε είναι μία θρεπτική ουσία με μεγάλη αξία για την ομαλή λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού. Μπορεί να ληφθεί από όλες τις ηλικιακές ομάδες, είτε μέσω των τροφών, είτε μέσω των συμπληρωμάτων διατροφής.
Η ιστορία της βιταμίνης Ε ξεκινάει το 1920, όταν ένας Αμερικανός ερευνητής ονόματι Χένρυ Μάτιλ είχε την περιέργεια να μάθει αν αρκούσε να τρέφεται κανείς μόνο με γάλα σε όλη του τη ζωή. Άρχισε λοιπόν να ταΐζει ποντίκια αποκλειστικά με γάλα και παρατήρησε πως ενώ όλα πήγαιναν καλά μέχρι τις πρώτες 50 μέρες της ζωής τους, μετά δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν. Τα θηλυκά δεν γεννούσαν εύκολα και τα αρσενικά ήταν συνήθως άγονα, ενώ όταν υπήρχε αναπαραγωγή, τα νεογέννητα ήταν νεκρά.
Αυτό που κατάλαβες ήταν πως από το γάλα έλειπε κάποια βιταμίνη που έπαιζε ρόλο στη γονιμότητα και δεν είχε ανακαλυφθεί μέχρι τότε. Τα ΜΜΕ άρχισαν να την αποκαλούν βιταμίνη του σεξ, ενώ η πλήρης χημική περιγραφή της δόθηκε το 1936. Πρόκειται για μια λιπαρή ουσία με χημικό τύπο C29H50O2, που ονομάστηκε τοκοφερόλη, από τις λέξεις ελληνικές λέξεις «τόκος» και «φέρω», αλλά στη συνέχεια έγινε περισσότερο γνωστή ως βιταμίνη Ε.
Μέχρι το 1966 δεν υπήρχε ομοφωνία για το αν ήταν πραγματικά απαραίτητη για το ανθρώπινο σώμα, ενώ ο Αμερικανικός Οργανισμός Φαρμάκων (FDA) απαιτούσε να αναγράφεται στα συμπληρώματα της βιταμίνης Ε ότι δεν έχει αποδειχτεί η αναγκαιότητά της στην ανθρώπινη διατροφή. Στις μέρες μας γνωρίζουμε πως είναι απαραίτητο να λαμβάνεται από τη διατροφή.