Αναμμένα μέχρι τουλάχιστον το 2025 θα παραμείνουν τα φουγάρα των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ και μέχρι το 2028 της νέας μονάδας «Πτολεμαΐδα V» για να διασφαλιστεί η επάρκεια του συστήματος. Επίσης, για να έχουμε επαρκές παραγωγικό δυναμικό την επόμενη δεκαετία, η εγκατεστημένη ισχύς του φυσικού αερίου θα πρέπει σχεδόν να διπλασιαστεί, με την ένταξη στο σύστημα και τρίτης μονάδας, πέραν της Mytilineos που αναμένεται να συνδεθεί στις αρχές του έτους και των Motor Oil - ΤΕΡΝΑ που κατασκευάζεται ήδη στην Κομοτηνή. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της μελέτης επάρκειας για τα έτη 2025-2035 που έχει παραδώσει προς έγκριση στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας ο Ανεξάρτητος Διαχειριστής Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ).
Η μελέτη του ΑΔΜΗΕ λαμβάνει υπόψη δύο σενάρια για τη διείσδυση των ΑΠΕ. Ενα του υφιστάμενου εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα (2019) που προβλέπει συνολική εγκατεστημένη ισχύ ΑΠΕ 15,5 GW και 1,8 GW αποθήκευση έως το 2030 και ένα ταχύτερης μετάβασης με συνολική εγκατεστημένη ισχύ 24 GW AΠΕ και 3 GW αποθήκευση. Και στα δύο σενάρια, για να διασφαλισθεί η επάρκεια, οι επτά εν λειτουργία λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ (συνολική ισχύς 2.000 MW) αποσύρονται το 2025.
Η νέα μονάδα Πτολεμαΐδα V με ισχύ 615 MW μπαίνει στο σύστημα 1/1/2023 και αποσύρεται στις 31/12/2028 ως λιγνιτική, για να ξαναεμφανιστεί δύο χρόνια μετά (1/1/2031) ως μονάδα φυσικού αερίου, με αυξημένη ισχύ στα 1.000 MW.
Aπαραίτητη είναι η ένταξη στο σύστημα την 1/1/2023 της νέας μονάδας φυσικού αερίου της Mytilineos στον Αγ. Νικόλαο Βοιωτίας (825 ΜW) και της νέας μονάδας των Motor Oil - TΕΡΝΑ στην Κομοτηνή (825 MW) στις αρχές του 2025. Από τον χρόνο ένταξης της μονάδας της Κομοτηνής θα εξαρτηθεί και το κατά πόσο και ποιες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ θα αποσυρθούν το 2025, αφού η μελέτη σε όλα τα σενάρια επισημαίνει ότι η απόσυρσή τους θα εξαρτηθεί από την αντικατάστασή τους με ισοδύναμες μονάδες. Γι’ αυτό και το 2025 όπως και το αμέσως επόμενο έτος 2026 θεωρούνται τα πλέον κρίσιμα για την επάρκεια του συστήματος.
Η μελέτη του ΑΔΜΗΕ εκτιμά ότι το 2026 και ανάλογα με τον βαθμό και τον ρυθμό διείσδυσης των ΑΠΕ, το σύστημα θα πρέπει δυνητικά να ενισχυθεί με μία ακόμη μονάδα φυσικού αερίου 600-800 MW. Δύο μονάδες αναμένεται να διαγκωνιστούν γι’ αυτή τη θέση.
Η μία του ομίλου Κοπελούζου στην Αλεξανδρούπολη (825 MW) η οποία, όπως επισημοποιήθηκε την Πέμπτη, θα προχωρήσει με τη συμμετοχή σε ποσοστό 51% της ΔΕΗ και σε ποσοστό 29% της ΔΕΠΑ και η δεύτερη των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη, αντίστοιχης ισχύος.
Το 2034 θα αποσυρθούν από το σύστημα τέσσερις μονάδες φυσικού αερίου και συγκεκριμένα, η Λαύριo IV (550 ΜW) και Κομοτηνή (476 MW) της ΔΕΗ, η ENΘΕΣ (400 MW) των ΕΛΠΕ στη Θεσσαλονίκη και η Ηρων (148 MW) στη Βοιωτία. Το φυσικό αέριο δηλαδή θα συμμετέχει στο ηλεκτρικό σύστημα από το 2026 και μέχρι το 2034 με συνολική ισχύ 5.953 MW από 2.478 MW σήμερα.
Μοιάζει με σχήμα οξύμωρο αλλά όσο αυξάνεται η διείσδυση των ΑΠΕ τόσο πιο απαραίτητα για την επάρκεια του συστήματος γίνονται τα συμβατικά καύσιμα, λιγνίτης και φυσικό αέριο. Αυτό γιατί οι ΑΠΕ από μόνες τους ακόμη και με αποθήκευση με μπαταρίες διάρκειας μεγαλύτερης των δύο ωρών, που λαμβάνει υπόψη του ως παραδοχή ο ΑΔΜΗΕ, δεν μπορούν να διασφαλίσουν την επάρκεια του συστήματος. Μάλιστα, όσο περισσότεροι παραγωγικοί πόροι μπαίνουν στο σύστημα δυσχεραίνουν οι όροι βιωσιμότητας παλαιών και νέων συμβατικών μονάδων, γι’ αυτό και κρίνεται απαραίτητη η λειτουργική ενίσχυσή τους για να παραμείνουν σε διαθεσιμότητα.
Η μελέτη του ΑΔΜΗΕ στηρίχτηκε στη νέα εγκεκριμένη από τον ACER μεθοδολογία, η οποία εκτός από την εκτίμηση της επάρκειας θα πρέπει να λάβει υπόψη και την οικονομική βιωσιμότητα των μονάδων. Βάσει αυτής της μεθοδολογίας, νέες επενδύσεις λαμβάνονται υπόψη στη μελέτη μόνον εφόσον είναι οικονομικά βιώσιμες, ενώ παράλληλα συνεκτιμάται ο κίνδυνος απόσυρσης παλαιών που δεν είναι οικονομικά βιώσιμες. Τα μοντέλα βιωσιμότητας νέων και υφιστάμενων μονάδων φυσικού αερίου που έλαβε υπόψη της η μελέτη του ΑΔΜΗΕ «έτρεξε» το εργαστήριο του καθηγητή του ΕΜΠ Παντελή Κάπρου.
Για να υπάρξει ισορροπία μεταξύ επάρκειας και βιωσιμότητας μονάδων θα πρέπει η κυβέρνηση να βρει εργαλεία λειτουργικής ενίσχυσης τόσο για τις επενδύσεις σε νέες μονάδες φυσικού αερίου όσο και τις υφιστάμενες, σύμφωνα με τη μελέτη του ΑΔΜΗΕ.
Η μελέτη έχει λάβει υπόψη τα δύο διαφορετικά σενάρια για την εξέλιξη της ζήτησης από το 2023 έως και το 2035, ένα χαμηλής με τη ζήτηση να διαμορφώνεται στο τέλος της δεκαετίας στις 60.543 GWH, χωρίς το σύστημα της Κρήτης (3.636 GWH) και ένα υψηλής με τη ζήτηση στις 65.060 GWH το 2035 επίσης χωρίς το σύστημα της Κρήτης (3.976 GWH στο δεύτερο αυτό σενάριο).
Η επάρκεια του συστήματος από το 2027 θα ενισχυθεί με τα 660 MW από τον σταθμό αντλησιοταμίευσης της ΤΕΡΝΑ Ενεργειακής στην Αμφιλοχία, που κατασκευάζεται ήδη. Πρόσθετη υδροηλεκτρική ισχύ θα αρχίσει να μπαίνει στο σύστημα από την 1/1/2025 με τη λειτουργία του ΥΗΣ Μετσοβίτικο (29 MW), του ΥΗΣ Μεσοχώρα (160 MW) ένα χρόνο μετά και του ΥΗΣ Αυλάκι (83 MW) από 1/1/2028.
Για να είναι το σύστημα ασφαλές κατά τη διάρκεια της δεκαετίας θα πρέπει να επαληθευθούν όλες οι παραπάνω παραδοχές του ΑΔΜΗΕ για τις εντάξεις νέων μονάδων από τις οποίες συναρτώνται και οι προβλεπόμενες αποσύρσεις των παλαιών. Η μελέτη επάρκειας θα αναθεωρηθεί στη βάση και του νέου εθνικού σχεδίου για την ενέργεια και το κλίμα (ΕΣΕΚ) όταν αυτό ολοκληρωθεί μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2023.