Το εφιαλτικό ράλι των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας στις διεθνείς αγορές συνεχίζεται με αμείωτη ένταση, σε μια στιγμή μάλιστα που λόγω των καιρικών συνθηκών οι ανάγκες των καταναλωτών για θέρμανση αυξάνονται. Χθες, η τιμή του φυσικού αερίου στην αγορά αναφοράς της Ολλανδίας ανήλθε στα 120 ευρώ/μεγαβατώρα, οκτώ φορές υψηλότερη σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα.
Η χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα εκτοξεύθηκε στα 328,46 ευρώ/μεγαβατώρα, αυξημένη κατά 47,5% σε σύγκριση με την προηγούμενη ημέρα, όταν τα αιολικά πάρκα και τα υδροηλεκτρικά της ΔΕΗ δούλευαν στο φουλ, λόγω των ισχυρών ανέμων και των βροχοπτώσεων, παράγοντας φθηνή ενέργεια. Το χειρότερο είναι πως σε υψηλές τιμές κλείνονται τα προθεσμιακά συμβόλαια φυσικού αερίου έως τον Αύγουστο του 2022. Το οικονομικό επιτελείο παραδέχεται ότι εξετάζει την παράταση των μέτρων στήριξης των καταναλωτών και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022.
Στη χειρότερη δυνατή συγκυρία ανακοινώνει τα σχέδια και τους στόχους για απανθρακοποίηση των κτιρίων η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, καθώς στις αγορές ενέργειας οι τιµές συνεχίζουν να αυξάνονται µε εφιαλτικό ρυθµό.
Χθες, η τιµή του φυσικού αερίου στην αγορά αναφοράς της Ολλανδίας εκτινάχθηκε στα 120 ευρώ/µεγαβατώρα. Ακόµη χειρότερα, τα προθεσµιακά συµβόλαια για τον Αύγουστο του 2022 κλείνονται στα 71 ευρώ, που σηµαίνει ότι η αγορά βλέπει πως η αποκλιµάκωση των τιµών θα είναι αργή και περιορισµένη. Πέρυσι τέτοια εποχή, η τιµή του φυσικού αερίου ήταν οκτώ φορές χαµηλότερη, στα 15 ευρώ η µεγαβατώρα. Σύµφωνα µε εκτιµήσεις παραγόντων της αγοράς, µε αυτές τις τιµές το επιπλέον ενεργειακό κόστος για την ελληνική οικονοµία το 2022 θα ανέλθει σε 3-4 δισ. ευρώ. Μόλις τον περασµένο Οκτώβριο το υπολόγιζαν σε ένα έως δύο δισ. ευρώ.
Η νέα έξαρση των τιµών στην αγορά φυσικού αερίου οφείλεται στο ψυχροπολεµικό κλίµα µεταξύ ∆ύσης και Ρωσίας για την Ουκρανία. Και όπως παρατηρούσαν αναλυτές, η Μόσχα έχει κάθε λόγο να διατηρεί την ένταση στην περιοχή, καθώς µεγεθύνονται τα κέρδη της από τις πωλήσεις φυσικού αερίου, ενώ το ίδιο ισχύει και για τις ΗΠΑ, αφού ωθούν προς τα πάνω και τις τιµές του δικού της υγροποιηµένου φυσικού αερίου.
Το ράλι του φυσικού αερίου παρασύρει σε διαρκώς υψηλότερα επίπεδα τις χονδρεµπορικές τιµές του ηλεκτρικού ρεύµατος. Στην ελληνική αγορά, η σηµερινή τιµή διαµορφώθηκε στα 328,46 ευρώ/µεγαβατώρα, αυξηµένη κατά 47,5% σε σχέση µε χθες. Το απότοµο άλµα, το µεγαλύτερο µέσα σε ένα 24ωρο σε σχέση µε τις υπόλοιπες αγορές, οφείλεται στο γεγονός ότι τις προηγούµενες ηµέρες οι ισχυροί άνεµοι και οι βροχές αύξησαν την παραγόµενη φθηνή ενέργεια από αιολικές και υδροηλεκτρικές µονάδες µε αποτέλεσµα να υποχωρήσει η µέση τιµή.
Η πορεία των τιµών εξανεµίζει το όφελος για τους καταναλωτές από τα µέτρα στήριξης που ανακοίνωσε η κυβέρνηση και µάλιστα σε µια στιγµή που οι ανάγκες αυξάνονται λόγω της πτώσης της θερµοκρασίας. Κυβερνητικά στελέχη δεν αποκλείουν το ενδεχόµενο πρόσθετων µέτρων στον βαθµό που η καλή πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισµού δηµιουργεί δηµοσιονοµικά περιθώρια. Το πιθανότερο σενάριο είναι η παράταση των µέτρων κατά το πρώτο τρίµηνο του έτους µε χρηµατοδότηση από τα έσοδα των δηµοπρασιών για τα δικαιώµατα ρύπων. Ωστόσο, όπως φαίνεται από τους λογαριασµούς που παραλαµβάνουν οι καταναλωτές, τα µέτρα αυτά µοιάζουν σταγόνα στον ωκεανό µπροστά στην πραγµατική αύξηση του κόστους.
Εξάλλου η αύξηση του ενεργειακού κόστους µετακυλίεται πλέον και στις τελικές τιµές προϊόντων και υπηρεσιών, φαινόµενο που θα ενταθεί περαιτέρω τους επόµενους µήνες. Επιπλέον, όπως είχε αποκαλύψει η «Κ», οι θεσµοί πιέζουν να τεθούν κριτήρια, εισοδηµατικά και περιουσίας, στην παροχή ενισχύσεων για την αντιµετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Αν επιµείνουν σε αυτή τη θέση, τότε είναι πολύ πιθανό εκατοντάδες χιλιάδες καταναλωτές να χάσουν και αυτή τη µικρή επιδότηση που έλαβαν το τελευταίο δίµηνο του 2021.
Η διαπραγµάτευση
Παράλληλα, υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων στις αγορές, η ∆ΕΠΑ συνεχίζει τις προσπάθειες να κλείσει µια συµφωνία προµήθειας φυσικού αερίου µε την Gazprom. Ωστόσο, όσο υψηλότερα κινούνται οι τιµές, τόσο αποµακρύνεται από τους στόχους που είχε θέσει η ελληνική πλευρά στην αρχή της διαπραγµάτευσης.
Χρύσα Λιάγγου Καθημερινή