Η απροθυμία που έχουν επιδείξει έως τώρα οι Ευρωπαίοι για επιβολή κυρώσεων στον ενεργειακό κλάδο της Ρωσίας είναι περισσότερο από προφανής και προδίδει το εύρος της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Προδίδει, έτσι, και πόσο δύσκολη θα είναι η απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο για τη Γηραιά Ηπειρο με δεδομένο ότι η Ε.Ε. εισάγει από τη Ρωσία περίπου το 30% του πετρελαίου και το 40% του φυσικού αερίου που καταναλώνει. Ο καθοριστικός ανασταλτικός παράγων είναι η ανεπάρκεια εναλλακτικών προμηθευτών σε φυσικό αέριο. Ο ρωσικός κολοσσός του φυσικού αερίου που κατέχει και το μονοπώλιο στις εξαγωγές αερίου της χώρας, η Gazprom, είναι ουσιαστικά κυρίαρχη στην παγκόσμια αγορά με κριτήριο τη συντριπτική υπεροχή της ως προς τον όγκο της παραγωγής της.
Οπως τονίζει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, η Gazprom παράγει περισσότερο φυσικό αέριο από το άθροισμα της παραγωγής όλων των υπόλοιπων ενεργειακών κολοσσών. Σύμφωνα με τη συμβουλευτική Wood Mackenzie, το περασμένο έτος εξόρυξε 540 δισ. κυβικά μέτρα του καυσίμου περισσότερο από όσο παρήγαγαν οι BP, Shell, Chevron, Exxonmobil και Saudi Aramco μαζί. Από το σύνολο της παραγωγής της, τα 331 δισ. κ.μ. καταναλώθηκαν εντός Ρωσίας και τα 168 δισ. κ.μ. εστάλησαν στην Ευρώπη μέσω αγωγών. Το πρόβλημα, επισημαίνει ο Ζιλ Φαρέρ, στέλεχος της Mackenzie, είναι πως στις περισσότερες εγκαταστάσεις φυσικού αερίου ανά τον κόσμο η παραγωγή εξαντλεί τις δυνατότητές της και «δεν υπάρχει τίποτε άλλο». Σε αντίθεση με την πετρελαϊκή βιομηχανία, που παραδοσιακά παράγει λιγότερο από την παραγωγική της δυνατότητα για να διατηρεί τον έλεγχο της αγοράς, η βιομηχανία του αερίου τείνει να εξαντλεί την παραγωγική της δυνατότητα.
Οπως σημειώνει η βρετανική εφημερίδα, η μεταφορά και πώληση του αερίου προϋποθέτει, άλλωστε, την κατασκευή αγωγών ή εγκαταστάσεων υγροποίησης και επομένως επενδύσεις. Ως εκ τούτου οι χώρες που το παράγουν, όπως η Ρωσία, τείνουν να αναπτύσσουν πρώτα την εγχώρια αγορά τους προτού προβούν σε εξαγωγές και στις ανάλογες επενδύσεις. Δεύτερη μετά την Gazprom σε παραγωγή είναι η κρατική ενεργειακή του Ιράν, που πέρυσι παρήγαγε 291 δισ. κ.μ. αερίου. Τα 280 δισ. από αυτά, όμως, καταναλώθηκαν εντός του Ιράν, σύμφωνα με τη Wood Mackenzie. Τώρα διαφαίνεται η προοπτική νέας συμφωνίας ανάμεσα στην Τεχεράνη και στη Δύση, και θα μπορούσε να επιστρέψει στην παγκόσμια αγορά το ιρανικό αέριο. Για να εξαχθεί, όμως, θα απαιτηθούν νέες εγκαταστάσεις, για την ανέγερση των οποίων θα χρειαστούν χρόνια.
Πέραν της Ρωσίας, η Ευρώπη προμηθεύεται αέριο από τη Νορβηγία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Λιβύη και την Αλγερία, της οποίας η εταιρεία Sonatrach έστειλε πέρυσι στην Ιταλία και στην Ισπανία 34 δισ. κ.μ. αερίου. Σύμφωνα με τη συμβουλευτική Energy Aspects, η Αλγερία θα μπορούσε θεωρητικά να αυξήσει την προσφορά της, αλλά πρώτα θα πρέπει να αυξήσει την παραγωγή τόσο ώστε να ανταποκριθεί στην εγχώρια ζήτηση. Παράλληλα, το Ινστιτούτο Ενεργειακών Μελετών της Οξφόρδης εκτιμά πως η Νορβηγία έχει τη δυνατότητα να αυξήσει τις εξαγωγές της κατά 5 δισ. κ.μ. και το Αζερμπαϊτζάν κατά 3 δισ. κ.μ. Στην πράξη οι αριθμοί αυτοί κατατείνουν στο συμπέρασμα πως η μοναδική πραγματική εναλλακτική της Ευρώπης είναι η δραματική αύξηση εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου, του LNG, που ψύχεται και συμπυκνώνεται ώστε να μεταφερθεί με πλοία χωρίς τη μεσολάβηση αγωγών. Οπως εκτιμά όμως η Bernstein Research, για να αντικατασταθεί από LNG όσο ρωσικό αέριο μεταφέρεται μέσω αγωγών θα χρειαστούν 112 εκατ. τόνοι LNG ετησίως, που ισοδυναμεί με το 1/3 της παγκόσμιας αγοράς του καυσίμου. Και το περισσότερο θα πρέπει να προέλθει από τις ΗΠΑ.