Τα τελευταία χρόνια έχει αναθερμανθεί το ενδιαφέρον για την γεωθερμία στην Ελλάδα, με τη συγκεκριμένη πηγή ενέργειας να χρησιμοποιείται ήδη σε αρκετές θερμοκηπιακές εγκαταστάσεις στη Βόρεια Ελλάδα, ενώ αναμένεται μεγαλύτερο ενδιαφέρον και για το κομμάτι της ηλεκτροπαραγωγής.
Για τις τελευταίες εξελίξεις στην γεωθερμία μίλησε στο Energia.gr o ερευνητής του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ Πασχάλης Δαλαμπάκης.
Το εγχείρημα της γεωθερμία είναι μια παλιά ιστορία στη χώρα μας, καθώς ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 1980 όταν άρχισαν οι έρευνες του ΙΓΜΕ στη Μήλο και στην Βόρεια Ελλάδα, ενώ έχει το προνόμιο να ανήκει ανάμεσα στις τρεις ευρωπαϊκές χώρες που διαθέτουν ταμιευτήρες με πολύ υψηλές θερμοκρασίες (πάνω από 300 βαθμούς Κελσίου). Διαθέτει πεδία υψηλής ενθαλπίας τα οποία είναι στα νησιά του ηφαιστειακού τόξου του Αιγαίου, κυρίως στη Μήλο και τη Νίσυρο και βέβαια τα εκτεταμένα γεωθερμικά πεδία κυρίως στη βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη, αλλά και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και συγκεκριμένα στη Χίο και Λέσβο με ταμιευτήρες που έχουν θερμοκρασίες, μέχρι 90 βαθμούς Κελσίου.
Ένα από τα σημαντικότερα στοιχήματα την δεκαετία του 1980 ήταν η αξιοποίηση του γεωθερμικού πεδίου στη Μήλο, καθώς η ΕΟΚ τότε παρείχε μεγάλες χρηματοδοτήσεις και η γεωθερμία τότε φάνταζε ως μια αξιόπιστη ενεργειακή λύση για τα νησιά. Τα γεωθερμικά δεδομένα ήταν εντυπωσιακά είχαν γίνει δοκιμές παραγωγής οι τότε εκτιμήσεις για το γεωθερμικό δυναμικό ηλεκτροπαραγωγής προσέγγιζαν τα 120 MW και γενικότερα υπήρχε το κλίμα και η προσμονή να αρχίσουν να εντάσσονται οι ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας.
Όταν τέθηκε σε εφαρμογή η πρώτη πιλοτική μονάδα των 2MW από την ΔΕΗ τα πράγματα έδειχναν ότι θα συνεχιστεί το έργο, όμως από τη μια πλευρά οι τεχνικές ανεπάρκειες και από την άλλη πλευρά οι σημαντικές αστοχίες ως προς την επιλογή διαχείρισης των εκπεμπόμενων αερίων κυρίως του υδροθείου δημιούργησαν σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα, τα οποία έφεραν την καθόλα δικαιολογημένη τότε αντίδραση του τοπικού πληθυσμού. Από τότε βέβαια έχουν αλλάξει πολλά ως προς τις διαθέσιμες τεχνολογίες διαχείρισης γεωθερμικών παραπροϊόντων, ενώ πολύ σύντομα η χώρα μας ολοκληρώνει το ρυθμιστικό πλαίσιο για την γεωθερμία με σαφείς και πολύ αυστηρές περιβαλλοντικές προβλέψεις. Τον τελευταίο 1,5 χρόνο μάλιστα επιτροπές του ΥΠΕΝ εργαστήκανε πάνω στο νέο κανονισμό γεωθερμικών εργασιών και τις υπουργικές αποφάσεις για το πως θα μισθώνονται τα γεωθερμικά πεδία εθνικού και τοπικού ενδιαφέροντος.
«Η γεωθερμία δεν παύει να είναι ένα τοπικός ενεργειακός πόρος που, στο πλαίσιο των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει και η χώρα μας, δεν περισσεύει και αν συνεχίσουμε να τον αγνοούμε δεν θα μπει ποτέ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας σε ότι αφορά το τμήμα της ηλεκτροπαραγωγής» ανέφερε o ερευνητής του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ Πασχάλης Δαλαμπάκης. Σύμφωνα με τον ερευνητή υπάρχουν τρία προβλήματα που παρατηρούνται στη χώρα μας που εμποδίζουν την ανάπτυξη της γεωθερμίας: η έλλειψη τεχνογνωσίας και γενικότερα κουλτούρας θερμοκηπιακών καλλιεργειών στις περιοχές των μεγάλων γεωθερμικών πεδίων της Β. Ελλάδας, έλλειψη διαθέσιμων εκτάσεων προς μίσθωση καθώς και η έλλειψη ουσιαστικών κινήτρων που αφορούν τις τελικές παραγωγικές δράσεις.
Παρόλα αυτά τα τελευταία χρόνια καταγράφονται θετικές πρωτοβουλίες σε σχέση με την αξιοποίηση της γεωθερμίας χαμηλών θερμοκρασιών για την λειτουργία θερμοκηπιακών εγκαταστάσεων. Ειδικότερα ο κ. Δαλαμπάκης τονίζει πως στη χώρα μας «ένα κύριο πρόβλημα διαχρονικά έχει να κάνει με τις τελικές εφαρμογές, καθώς και τη μη διαθεσιμότητα γης, καθώς όλα τα πεδία είναι κατά μήκος της παράκτιας ζώνης από τον Έβρο μέχρι τον Στρυμόνα και συμπωματικά μερικά από τα πεδία αυτά είναι σε ζώνες υψηλής παραγωγικότητας, άρα η μη διαθεσιμότητα των εκτάσεων λειτουργεί ως ένα ισχυρό αντικίνητρο», ειδικότερα για μεγάλες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες.
Η Ελλάδα όπως αναφέρει ο κ. Δαλαμπάκης είναι προνομιούχα και στο πεδίο της αβαθούς γεωθερμίας καθώς μπορείς να την αξιοποιήσεις και σε μικρά βάθη με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί σοβαρή εγχώρια τεχνογνωσία και πληθώρα ιδιωτικών εταιρειών που αναλαμβάνουν τόσο τη διερεύνηση όσο και την εγκατάσταση των υποδομών για θέρμανση και ψύξη με χρήση αντλιών θερμότητας σε οικίες, κτίρια και αθλητικές εγκαταστάσεις αλλά και μικρές θερμοκηπιακές μονάδες.
Συνολικά υπάρχουν περίπου 300-350 στρέμματα γεωθερμικών θερμοκηπίων, όπου το 95% βρίσκονται στην Βόρεια Ελλάδα. Ο κύριος όγκος των παραπάνω έργων υλοποιήθηκε μόλις τα τελευταία επτά χρόνια όπως οι θερμοκηπιακές μονάδες του ομίλου «Πλαστικά Θράκης» για την παραγωγή ντομάτας-αγγουριού και της «Selecta». Από κει πέρα καταγράφονται μικρές θερμοκηπιακές μονάδες και μια σειρά μικρού βεληνεκούς καινοτόμες δράσεις όπως η ξήρανση αγροτικών προϊόντων, θέρμανση φυτειών σπαραγγιού και η καλλιέργεια σπιρουλίνας.
Ο κ. Δαλαμπάκης βέβαια διαπιστώνει πως δεν υπάρχει μια επιθετική πολιτική κινήτρων σε ό,τι αφορά τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες, εκτιμώντας ότι θα πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλία οι περιφέρειες. Σήμερα τρία από τα σημαντικότερα γεωθερμικά πεδία στη Β. Ελλάδα είναι μισθωμένα από δημοτικές αρχές και συγκεκριμένα: στον Ακροπόταμο του δήμου Παγγαίου, το γεωθερμικό πεδίο Ερατεινού στη Χρυσούπολη και του Αρίστηνου στο Δήμο Αλεξανδρούπολη.
Υπογραμμίζει δε πως οι δήμοι βγήκαν μπροστά προσπαθώντας να εντάξουν τον τοπικό πληθυσμό που αδυνατούσε να πάρει το ρίσκο μιας επένδυσης στις πρωτοβουλίες για την αξιοποίηση της γεωθερμίας. Σε αυτή λογική υπάρχουν σκέψεις από το Δήμο Νέστου για τη δημιουργία μικρών επιδεικτικών και πειραματικών θερμοκηπιακών μονάδων και την ένταξη σε ένα δυναμικό σύστημα ετήσιας επιμόρφωσης νέων αγροτών για να αποκτήσουν τη νέα τεχνογνωσία.
Ο κ. Δαλαμπάκης καταλήγει πως υπάρχει ενδιαφέρον για μίσθωση περιοχών και διερεύνηση βαθιών γεωθερμικών συστημάτων με ενδιάμεσες θερμοκρασίες 120-150°C και δημιουργία μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από γεωθερμία, εκτιμώντας πως αυτό θα εκδηλωθεί ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα με την ολοκλήρωση του ρυθμιστικού πλαισίου.
Δημήτρης Αβαρλής energia.gr