Ο Ελληνας καταναλωτής πλήρωσε φθηνότερα το ρεύμα το 2022 από άλλους Ευρωπαίους καταναλωτές, αλλά για να συμβεί αυτό χρειάστηκε να διαθέσει το κράτος για επιδοτήσεις 8,2 δισ. ευρώ σε διάστημα 18 μηνών, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας. Το ποσό αντιστοιχεί περίπου στο 4% του ΑΕΠ και πέρα από τις υπέρογκες αυξήσεις στις τιμές ρεύματος που προκάλεσε η παρατεταμένη ενεργειακή κρίση, κάλυψε και τις δομικές αδυναμίες της εγχώριας αγοράς ηλεκτρισμού. Η ελληνική χονδρεμπορική αγορά, εκεί όπου διαμορφώνεται δηλαδή το πραγματικό κόστος ρεύματος, είναι από τις ακριβότερες της Ευρώπης. Το επισήμανε και ο ΟΟΣΑ και μπορεί να το διαπιστώσει κανείς καθημερινά με μια ματιά στον ευρωπαϊκό χάρτη των χρηματιστηριακών τιμών ρεύματος.
Το 2022, η Ελλάδα με τιμή στα 279,91 ευρώ/μεγαβατώρα είναι η τέταρτη ακριβότερη αγορά της Ευρώπης, πίσω από την πανάκριβη Ιταλία (303,97 ευρώ), τη Μάλτα (295,08 ευρώ) και την Ελβετία (281,68 ευρώ). Οι αιτίες:
1. Υψηλή συμμετοχή του φυσικού αερίου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής, πάνω από 40%. Ακόμη και το 2022, χρονιά που η τιμή του φυσικού αερίου εκτοξεύτηκε σε ασύλληπτα επίπεδα, ανατρέποντας τα θεμελιώδη της διεθνούς ενεργειακής αγοράς, το εισαγόμενο καύσιμο συμμετείχε στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής με ποσοστό 38%. Ετσι, σε αντίθεση με άλλες αγορές όπως η Γαλλία, όπου την οριακή τιμή του συστήματος μπορεί να ορίζουν για κάποιες ημέρες τα πυρηνικά, ή τη Γερμανία και τις χώρες της Β. Ευρώπης τα αιολικά, στην Ελλάδα την οριακή τιμή καθορίζει το ακριβό φυσικό αέριο. Η συμμετοχή του λιγνίτη είναι χαμηλή, ενώ οι ΑΠΕ μόνο για μερικές ώρες μπορούν να ορίσουν τιμή, λόγω της μεταβλητότητας της παραγωγής τους.
2. Οι περιορισμένες διασυνδέσεις με άλλες χώρες. Ετσι, δεν φτάνει στην εγχώρια αγορά η φθηνή κατά βάση ηλεκτρική ενέργεια της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης.
3. Το ολιγοπώλιο στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής. Στην Αγορά της Επόμενης Ημέρας (πέραν των ΑΠΕ και των εισαγωγών) συμμετέχουν τέσσερις ιδιωτικές εταιρείες και η ΔΕΗ. Οι τέσσερις συν ένας παίκτης με τη ΔΕΗ καλούνται στη συνέχεια να κάνουν προσφορές στην αγορά εξισορρόπησης για να προσαρμόσουν την παραγωγή με το φορτίο σε πραγματικό χρόνο. Σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές αγορές (πλην Ιρλανδίας και Ελλάδας) το κόστος αυτών των αποκλίσεων επιβαρύνει τις εταιρείες-παραγωγούς. Στην Ελλάδα το «πέναλτι» αυτό περνάει μέσω του χονδρεμπορικού κόστους στον καταναλωτή. Η μέση τιμή εξισορρόπησης στην ελληνική αγορά το 2022 ήταν 12 ευρώ/μεγαβατώρα, όταν η αντίστοιχη τιμή στις άλλες ευρωπαϊκές αγορές είναι της τάξης των 2 ευρώ/μεγαβατώρα.
4. Οι απώλειες συστήματος, η μέση τιμή των οποίων το 2022 διαμορφώθηκε στα 7,8 ευρώ/μεγαβατώρα, αποτελούν ένα πρόσθετο κόστος για τη διαμόρφωση της τελικής χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος.
5. Από τον περασμένο Νοέμβριο με νομοθετική ρύθμιση προστέθηκε ένα ακόμη κόστος, της τάξης των 10 ευρώ/μεγαβατώρα, που αντιστοιχεί στο τέλος που επιβλήθηκε στην παραγωγή από φυσικό αέριο.
Η ρήτρα αναπροσαρμογής
Και κάπου εδώ κλείνει ο κύκλος των δομικών προβλημάτων της χονδρεμπορικής αγοράς, οι επιπτώσεις των οποίων κατά ένα μέρος βελτιώθηκαν με την εφαρμογή του μηχανισμού ανάκτησης υπερεσόδων, μέσω του οποίου το ΤΕΜ εισέπραξε 2,09 δισ. ευρώ το 2022 και η σκυτάλη περνάει στη λιανική. Με την περίπλοκη αγορά προμήθειας, στην οποία, ειδικά σε συνθήκες ενεργειακής κρίσης, απαιτούνται τεράστια κεφάλαια κίνησης καθημερινά για αγορές ενέργειας, έχουν εμπλακεί πέραν της ΔΕΗ 10 ακόμη εταιρείες. Ο εύκολος δρόμος επιβίωσης ήταν η μεταφορά του αυξημένου κόστους στους καταναλωτές μέσω της περίφημης ρήτρας αναπροσαρμογής. Με αυτό τον τρόπο μετέτρεψαν μια δραστηριότητα που απαιτεί διαχείριση υψηλών διακυμάνσεων σε μηδενικού ρίσκου δραστηριότητα. Οι τιμές λιανικές εκτοξεύτηκαν στα ύψη, οι καταναλωτές για πρώτη φορά από τον Αύγουστο του 2021 άρχισαν να αντιλαμβάνονται τι σημαίνει για την τσέπη τους η άγνωστη μέχρι τότε ρήτρα αναπροσαρμογής και η κυβέρνηση, πιεσμένη και από την αντιπολίτευση, έσπευσε να αντικαταστήσει τη ρήτρα με ένα νέο μοντέλο τιμολόγησης που βασίζεται στην πρόβλεψη για την τιμή του χονδρεμπορικού κόστους του επόμενου μήνα, δέκα ημέρες νωρίτερα.
Οι προμηθευτές, προκειμένου να αποφύγουν μεγάλες ζημίες από μια απρόβλεπτη υψηλή διακύμανση της χονδρεμπορική τιμής τον επόμενο μήνα, άρχισαν να περιλαμβάνουν και ένα αυξημένο περιθώριο ρίσκου στις τιμές που έδιναν. Ετσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΡΑΕ, τον Αύγουστο, πρώτο μήνα εφαρμογής του νέου μοντέλου, η μέση τιμή των οικιακών τιμολογίων ήταν 15% υψηλότερη σε σύγκριση με την τιμή που θα είχαν με τη ρήτρα αναπροσαρμογής. Τον Σεπτέμβριο το ποσοστό αυτό έφτασε στο 57% και σε αυτό το ποσοστό κινήθηκε και το πεντάμηνο Σεπτεμβρίου 2022 - Ιανουαρίου 2023. Σε απόλυτα νούμερα, η συνολική προσαύξηση στα οικιακά τιμολόγια από το νέο μοντέλο σε σχέση με τη ρήτρα αναπροσαρμογής υπολογίζεται στα 2,843 δισ. περίπου, την οποία κλήθηκε να καλύψει το κράτος μέσω των επιδοτήσεων. Το πρόβλημα είχε επισημανθεί από την αγορά πριν από την εφαρμογή του νέου μοντέλου και αναγνωρίστηκε εκ των υστέρων όταν η ΡΑΕ με επιστολή της ενημέρωσε σχετικά το ΥΠΕΝ. Κατόπιν αυτού, τον Οκτώβριο ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας ανακοίνωσε για πρώτη φορά την πρόθεση της κυβέρνηση να φορολογήσει αναδρομικά τα επιπλέον έσοδα των προμηθευτών, δουλειά που μέσω νομοθετικής ρύθμισης ανατέθηκε στη ΡΑΕ.
Χρύσα Λιάγγου, Καθημερινή