Επιστροφή χρημάτων στην κατανάλωση από τα κέρδη της χονδρεμπορικής αγοράς ενέργειας έχει εισηγηθεί ατύπως η ΡΑΕ στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Συμπλέοντας πλήρως με την πρόταση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προς τις Βρυξέλλες, στην ωρίμανση της οποίας συνέβαλαν και τα στοιχεία που παρουσίασε στο Μαξίμου για τα περιθώρια κέρδους στην ελληνική αγορά, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας έχει ταχθεί υπέρ της επιβολής έκτακτης εισφοράς στα κέρδη που παράγονται κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης στον κλάδο της ηλεκτροπαραγωγής, λόγω των υψηλών τιμών φυσικού αερίου.

Μάλιστα, η ΡΑΕ από τον Μάρτιο και μετά ποσοτικοποιεί με μεγάλη ακρίβεια και εξακρίβωση τα περιθώρια κέρδους για κάθε μονάδα παραγωγής ανά ώρα και ανά ημέρα και κοινοποιεί τα στοιχεία τόσο στο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας όσο και το Μαξίμου. Τα αποκαλούμενα και από την Κομισιόν «ουρανοκατέβατα» κέρδη της ενεργειακής κρίσης προκύπτουν από τον τρόπο λειτουργίας των χονδρεμπορικών αγορών στα κράτη-μέλη της Ε.Ε., όπου η αγορά εκκαθαρίζεται στην ακριβότερη μεγαβατώρα που μπαίνει στο σύστημα.

Για την Ελλάδα τις περισσότερες ώρες της ημέρας, λόγω της υψηλής εξάρτησης της ηλεκτροπαραγωγής από το φυσικό αέριο (συμμετέχει με 40%), η χονδρεμπορική τιμή καθορίζεται από τις μονάδες φυσικού αερίου. Σε αυτή την υψηλή τιμή, όμως, πληρώνεται και η παραγωγή ΑΠΕ, όπως και τα υδροηλεκτρικά που παράγουν με πολύ χαμηλότερο λειτουργικό κόστος, αλλά και οι λιγνίτες που η κρίση τούς κατέστησε φθηνότερους από το φυσικό αέριο.

Τα κέρδη που δημιουργούνται από τις ΑΠΕ, τα οποία πληρώνονται σε εγγυημένη τιμή βάσει των μακροχρόνιων συμβάσεων που έχουν υπογράψει με τον Διαχειριστή Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εγγυήσεων Προέλευσης (ΔΑΠΕΕΠ) δημιουργούν τα πλεονάσματα του ειδικού λογαριασμού των ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ), τα οποία μεταφέρονται στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης για τη χρηματοδότηση των επιδοτήσεων νοικοκυριών και επιχειρήσεων.

«Λεφτά υπάρχουν», όμως, και σύμφωνα με τη ΡΑΕ θα πρέπει να επιστρέψουν στην κατανάλωση. Αναφέρονται στα υπερκέρδη των υδροηλεκτρικών και των λιγνιτικών μονάδων τα οποία είναι πολύ περισσότερα από αυτά που η ΔΕΗ επιστρέφει μέσω εκπτώσεων στους πελάτες της, αλλά και στις μονάδες φυσικού αερίου, οι οποίες δίνουν προσφορές στην αγορά της επόμενης ημέρας αλλά και στην αγορά εξισορρόπησης, σε τιμές πολύ υψηλότερες από το λειτουργικό τους κόστος.

Τα στοιχεία αυτά, δηλαδή το κέρδος που προκύπτει ανά ώρα και ανά ημέρα από κάθε μονάδα παραγωγής, είναι στα χέρια της πολιτικής ηγεσίας για να τα αξιοποιήσει. Αλλωστε, σε αυτά στηρίχθηκε και το σημείο «4» της πρότασης Μητσοτάκη προς τις Βρυξέλλες.

Το σημείο «4» αναφέρεται σε πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους στη χονδρική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, βάσει της παρακολούθησης του κόστους παραγωγής από τους ρυθμιστές της αγοράς και το Σταθμισμένο Κόστος Παραγωγής Ενέργειας (LCOE) στις μονάδες παραγωγής.

Η ελληνική κυβέρνηση σε πρώτη φάση επιδιώκει την υιοθέτηση της συνολικότερης πρότασής της από τις Βρυξέλλες στη Σύνοδο Κορυφής στις 2425 Μαρτίου, η οποία θα τεθεί και στη συνάντηση που θα έχουν οι πρωθυπουργοί Ελλάδας, Ιταλίας, Πορτογαλίας και Ισπανίας αύριο στη Ρώμη με στόχο τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου ενόψει της Συνόδου Κορυφής.

Σε περίπτωση ωστόσο που δεν βγει «λευκός καπνός» στις Βρυξέλλες, η κυβέρνηση φέρεται αποφασισμένη να προχωρήσει στην επιβολή έκτακτης εισφοράς στα κέρδη των παραγωγών, βάσει ενός εύλογου περιθωρίου που θα αποφασιστεί για την κάθε τεχνολογία, προκειμένου να εξοικονομήσει πρόσθετα έσοδα στήριξης των καταναλωτών, αφού οι τιμές θα παραμείνουν υψηλά –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν– και το 2023.

Υπέρ αυτής της πολιτικής παρέμβασης τάχθηκε χθες μιλώντας σε κλειστό συνέδριο για το δίκαιο της ενέργειας ο πρόεδρος της ΡΑΕ Θανάσης Δαγούμας. «Πρέπει να επιστραφούν χρήματα στην κατανάλωση», τόνισε χαρακτηριστικά, άποψη που έχει εκφραστεί ατύπως και προς τα αρμόδια κυβερνητικά επιτελεία.

Χρύσα Λιάγγου Καθημερινή