Tο έλλειµµα του ισοζυγίου πληρωμών ανέρχεται στο επίπεδο του 6,5% του ΑΕΠ. Επίπεδο υψηλό, όπως τόνισαν οι εκπρόσωποι των δανειστών μας, δεδομένων της σχετικά χαμηλής τιμής του πετρελαίου και των υψηλών επιδόσεων του τουρισμού, που βοηθούν τον τομέα των εξαγωγών.

Ανησυχίες για το έλλειµµα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που αντανακλά έλλειµµα στην ανταγωνιστικότητα της οικονοµίας, µετέφεραν, σύµφωνα µε πληροφορίες, οι εκπρόσωποι των κοινοτικών θεσµών, που βρέθηκαν την προηγούµενη εβδοµάδα στην Αθήνα, στο πλαίσιο της τακτικής, µεταπρογραµµατικής εποπτείας.

Επίσης, αναφερόµενοι στις προοπτικές της ελληνικής οικονοµίας σε πιο µακροπρόθεσµο ορίζοντα, χτύπησαν καµπανάκι για το δηµογραφικό πρόβληµα της χώρας, που υπονοµεύει την ανάπτυξη και την ευηµερία των πολιτών. Η αξιολόγηση της οικονοµίας δεν θυµίζει πλέον σε τίποτα τη µνηµονιακή περίοδο. Γι’ αυτό, άλλωστε, και οι επισκέψεις των θεσµών περνούν σχεδόν απαρατήρητες. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στους συνετούς Ευρωπαίους, σε ό,τι αφορά τις δηµοσιονοµικές της επιδόσεις, ενώ στο αναπτυξιακό µέτωπο είναι πάνω από τον µέσο όρο της Ευρώπης, όπως άλλωστε και γενικότερα ο ευρωπαϊκός Νότος.

Τα γεγονότα αυτά επιβεβαίωσαν, σύµφωνα µε πληροφορίες, και οι εκπρόσωποι των θεσµών στα στελέχη του οικονοµικού επιτελείου µε τα οποία συναντήθηκαν.

Συγκεκριµένα, σηµείωσαν ικανοποίηση για τις εξής επιδόσεις:

1. Τον ρυθµό ανάπτυξης, που ήταν 2,3% σε ετήσια βάση το β΄ τρίµηνο και 1,1% σε τριµηνιαία βάση, η οποία αποτελεί και τη δεύτερη καλύτερη επίδοση στην Ε.Ε.

2. Την εκτέλεση του προϋπολογισµού φέτος, που προβλέπεται πλέον να κλείσει µε πρωτογενές πλεόνασµα 2,4% του ΑΕΠ, έναντι προηγούµενης πρόβλεψης για 2,1% (ενώ υπάρχουν και εκτιµήσεις για ακόµη µεγαλύτερη αύξηση).

3. Το προσχέδιο προϋπολογισµού του 2025, που κρίνεται συνετό, θέτοντας στόχο για πρωτογενές πλεόνασµα 2,5% του ΑΕΠ.

4. Τον ρυθµό αποκλιµάκωσης του δηµοσίου χρέους, που αναµένεται φέτος να περιοριστεί στο 149,1% του ΑΕΠ από 153,7% του ΑΕΠ το 2023. Μάλιστα, στο τέλος του 4ετούς µεσοπρόθεσµου, το 2028, προβλέπεται να έχει µειωθεί κατά 20 ποσοστιαίες µονάδες σε σχέση µε το 2023.

5. Την προσπάθεια και τα µέτρα που έχουν ληφθεί για τον περιορισµό της φοροδιαφυγής.

6. Την αποπληρωµή των οφειλών προς τις τράπεζες των δανείων µε εγγύηση του ελληνικού ∆ηµοσίου, που δόθηκαν σε ειδικές οµάδες πληθυσµού, όπως π.χ. πληµµυροπαθείς, σεισµοπαθείς κ.λπ. Εκτιµάται ότι µέχρι το τέλος του χρόνου θα έχουν αποπληρωθεί 2 δισ. ευρώ.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι θεσµοί εκφράζουν πλέον ανησυχίες για τις πιο διαρθρωτικές αδυναµίες της ελληνικής οικονοµίας. Αυτές που απειλούν την ανάπτυξη σε µεσοπρόθεσµο και µακροπρόθεσµο ορίζοντα και τελικά και τη βιωσιµότητα του χρέους, για την οποία ενδιαφέρονται άµεσα αφού είναι οι βασικοί δανειστές της χώρας.

Ετσι, το έλλειµµα του ισοζυγίου πληρωµών κυριάρχησε στην αξιολόγηση της προηγούµενης εβδοµάδας. Υποστήριξαν ότι το επίπεδο του 6,5% του ΑΕΠ περίπου, στο οποίο βρίσκεται, είναι υψηλό δεδοµένου ότι η τιµή του πετρελαίου είναι σχετικά χαµηλή. Μάλιστα το έλλειµµα αυτό παρατηρείται παρά το γεγονός ότι ο τουρισµός σηµειώνει ρεκόρ, βοηθώντας τον τοµέα των εξαγωγών. Σύµφωνα µε τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2023 το έλλειµµα του ισοζυγίου ήταν 6,3% του ΑΕΠ. Το 7µηνο Ιανουαρίου - Ιουλίου το έλλειµµα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,3 δισ. ευρώ σε 8,6 δισ. ευρώ, σε σύγκριση µε την ίδια περίοδο του προηγούµενου έτους. Το έλλειµµα του ισοζυγίου αγαθών διευρύνθηκε λόγω της ταυτόχρονης αύξησης των εισαγωγών και µείωσης των εξαγωγών, µε συνεισφορά των φαρµακευτικών, των τροφίµων και των κλωστοϋφαντουργικών. Σε ό,τι αφορά τις εισαγωγές, αυξήθηκαν κυρίως αυτές των κεφαλαιουχικών αγαθών και λιγότερο των καταναλωτικών. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των εισαγωγών καθώς και η διεύρυνση του ελλείµµατος του ισοζυγίου φαίνεται πως είναι αναπόφευκτη συνέπεια της επενδυτικής προσπάθειας (µέσω της εισαγωγής κεφαλαιουχικών αγαθών) αλλά και αυτόµατο αποτέλεσµα της ανάπτυξης και της αύξησης των εισοδηµάτων (λόγω της αύξησης της κατανάλωσης).

Μειωµένες εµφανίζονται και οι άµεσες ξένες επενδύσεις, όπως καταγράφονται στα στοιχεία του ισοζυγίου: το 7µηνο ήταν 2,6 δισ. ευρώ έναντι 3,1 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο το 2023 και έναντι 5,3 δισ. ευρώ το 2022. Μάλιστα τα στοιχεία δείχνουν ότι πάνω από το 50% των άµεσων ξένων επενδύσεων προορίζεται και φέτος για ακίνητα, εποµένως όχι για παραγωγικές επενδύσεις που θα αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονοµίας.

Ειρήνη Χρυσολωρά, Καθημερινή