Χρειάστηκαν περίπου τρεις δεκαετίες από το πρώτο άνοιγμα που επιχείρησε τη δεκαετία του 1970 ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, προς την Κίνα και περισσότερο από δύο δεκαετίες μετά την απόφαση του ιστορικού ηγέτη της, Ντενγκ Ξιαοπίνγκ, να κάνει το μεγάλο άνοιγμα της οικονομίας της προς την παγκόσμια αγορά για να φτάσει η άλλοτε φτωχή και αναπτυσσόμενη Κίνα στην είσοδο στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, τον Δεκέμβριο του 2001. Πολύ λιγότερα χρόνια αποδείχθηκαν, όμως, αρκετά για να γιγαντωθεί η κινεζική οικονομία, να αναδειχθεί σε δεύτερη οικονομία του πλανήτη, να απειλήσει την πρωτοκαθεδρία της υπερδύναμης στην παγκόσμια οικονομία και να κάμψει την αυτοπεποίθηση της Δύσης, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης και των οικονομιών της. Και ακόμη λιγότερα για να δρομολογηθεί ως νομοτελειακή συνέπεια η αντίστροφη πορεία και η στροφή σε ένα διαζύγιο των μεγαλύτερων δυτικών οικονομιών, τόσο των ΗΠΑ όσο και της Ε.Ε., από τον οικονομικό γίγαντα της Ασίας, με το κόστος για όλες τις πλευρές να γίνεται ήδη αισθητό.
Ο οικονομικός αντίκτυπος της αποσύνδεσης καταγράφεται σε μια δυσοίωνη συγκυρία, με δύο πολέμους σε εξέλιξη, μια ενεργειακή κρίση, ένα περιβάλλον υψηλού κόστους του δανεισμού στις μεγαλύτερες οικονομίες της Δύσης και μιας ραγδαίας επιβράδυνσης και αποπληθωρισμού στην Κίνα. Και με ακόμη πιο δυσοίωνη την εκτίμηση του ΔΝΤ, πως αν προχωρήσει περαιτέρω η αποσύνδεση της αμερικανικής οικονομίας και γενικότερα των δυτικών οικονομιών από την Κίνα, το τίμημα για την παγκόσμια οικονομία θα φτάσει σε μια μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 7%. Οπως τόνισε προσφάτως ο Νόα Μπάρκιν, υψηλόβαθμο στέλεχος της συμβουλευτικής Rhodium Group, η αποσύνδεση των οικονομιών είναι «ένα ρίσκο που επιταχύνεται με τον χρόνο και γίνεται όλο και πιο δύσκολο να το διαχειριστούν οι κυβερνήσεις».
Το κόστος καταγράφει πρώτη η Γερμανία, καθώς ύστερα από δεκαετίες που οι βιομηχανίες πλούτιζαν εξάγοντας στην Κίνα, άρχισε να διαπιστώνει πως ο εταίρος είχε γίνει ανταγωνιστής και να συντάσσεται ενεργά με την υπερδύναμη, αλλάζοντας στάση έναντι της Κίνας. Σήμερα η Γερμανία βλέπει να μειώνονται ραγδαία τα γερμανικά αυτοκίνητα στην κινεζική αγορά και να αντικαθίστανται από κινεζικά, με τις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες να γνωρίζουν πρωτοφανή ανάπτυξη. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, τα γερμανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα, τα φημισμένα μοντέλα της Volkswagen και της Toyota δεν αντιπροσωπεύουν πλέον παρά μόνον το 30% της κινεζικής αγοράς, ενώ μόλις πριν από τρία χρόνια το αντίστοιχο μερίδιό τους στην Κίνα έφτανε στο 50%. Και καθώς η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία οδεύει σταθερά προς την ύφεση με τις βιομηχανίες της να μένουν χωρίς το ρωσικό φυσικό αέριο και την παραγωγή της να μειώνεται, αδιαμφισβήτητα καθοριστικός παράγοντας είναι η ραγδαία πτώση της ζήτησης από την Κίνα για τα ασυναγώνιστα προϊόντα της. Στο μεταξύ, για πολλές γερμανικές βιομηχανίες η Κίνα παραμένει αναγκαία χάρη στο χαμηλό κόστος της παραγωγής της και στην αχανή καταναλωτική αγορά της. Ο γερμανικός κολοσσός της χημικής βιομηχανίας BASF έχει επενδυτικό πρόγραμμα στην Κίνα που φτάνει τα 10,5 δισ. δολ. και εκτείνεται μέχρι το 2030. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση ορισμένων αμερικανικών βιομηχανιών, όπως, για παράδειγμα, της αυτοκινητοβιομηχανίας ηλεκτροκίνητων Tesla, που αυξάνει την παραγωγή της στη Σαγκάη.
Πλήγμα στην γερμανική οικονομία
Η αλλαγή στάσης από πλευράς της Γερμανίας έναντι της Κίνας εγκαινιάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 2010 και συγκεκριμένα το 2016, όταν μετά μια σειρά εξαγοράς γερμανικών βιομηχανιών από κινεζικές εταιρείες, πέρασε σε κινεζικά χέρια η γερμανική καινοτόμος βιομηχανία ρομποτικής Kuka. Την εξαγόρασε η κινεζική Midea, προκαλώντας πρωτοφανή συναγερμό στους πολιτικούς κύκλους της χώρας, με ομάδα πολιτικών να απευθύνει έκκληση για σχηματισμό γερμανικής κοινοπραξίας, που θα υπέβαλλε ανταγωνιστική πρόταση εξαγοράς ώστε να παραμείνει η Kuka σε γερμανικά χέρια. Ηταν η αρχή μιας διαδικασίας αφύπνισης της Γερμανίας, έστω κι αν το αίτημα έπεσε τότε στο κενό και η καινοτόμος βιομηχανία έγινε κινεζική.
Η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας άλλαξε ρητορική σε ό,τι αφορά την Κίνα και επανειλημμένως παραδέχθηκε πως η δεύτερη οικονομία του κόσμου, χωρίς να πάψει να είναι εταίρος της Γερμανίας, έχει εξελιχθεί σε ανταγωνιστή της έως και σε αντίπαλό της. Την τελευταία διετία, άλλωστε, ο καγκελάριος, Ολαφ Σολτς, έχει σε όλους τους τόνους υπογραμμίσει την ανάγκη να προστατευθεί η γερμανική οικονομία, ενώ το περασμένο καλοκαίρι παρουσίασε έγγραφο εργασίας σχετικό με τη στρατηγική του Βερολίνου για την απεξάρτηση από την Κίνα. Στο έγγραφο αυτό καλεί και επισήμως τις γερμανικές επιχειρήσεις να αποσυνδεθούν από την Κίνα ή, τουλάχιστον, να περιορίσουν την έκθεσή τους σε αυτήν.
Δεδομένου ότι η διαδικασία της αποσύνδεσης είναι ήδη προ πολλού σε εξέλιξη σε ό,τι αφορά τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, έχουν δοθεί έκτοτε στη δημοσιότητα επανειλημμένως εκθέσεις και εκτιμήσεις για το μέγεθος του πλήγματος που θα υποστεί η γερμανική οικονομία εάν αποσυνδεθεί πλήρως από την κινεζική. Ισως η πιο ηχηρή όλων ήταν πέρυσι το καλοκαίρι η έκθεση του Ifo, που προέβλεψε πως μια πλήρης αποσύνδεση των δύο οικονομιών θα έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του γερμανικού ΑΕΠ κατά 3%. Πολύ πιο προσφάτως, το περασμένο καλοκαίρι, δόθηκε στη δημοσιότητα σχετική μελέτη του Αυστριακού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, που μεταξύ άλλων κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η αποσύνδεση από την Κίνα θα μείωνε το γερμανικό ΑΕΠ κατά 2%. Ειδικότερα, η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα πως η αποσύνδεση θα καταφέρει καίριο πλήγμα στο διμερές εμπόριο ανάμεσα στη Γερμανία και την Κίνα, με την απώλεια των εισαγωγών από την Κίνα να κοστίζει στη γερμανική οικονομία 22 δισ. ευρώ και τη διακοπή των γερμανικών εξαγωγών στην Κίνα να κοστίζει στη Γερμανία 37 δισ. ευρώ. Εχουν προηγηθεί επτά συναπτά έτη, στη διάρκεια των οποίων η Κίνα ήταν ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας. Το 2022, το διμερές εμπόριο έφτασε στα 298 δισ. ευρώ, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του γερμανικού κράτους.
Ρουμπίνα Σπαθή, Καθημερινή