«Τα ρίσκα είναι σε μεγάλο βαθμό καθοδικά, κυρίως λόγω της τραπεζικής αναταραχής τον τελευταίο ενάμιση μήνα», δήλωσε ο επικεφαλής οικονoμολόγος του Ταμείου, Πιερ-ολιβιέ Γκουρίνχας. «Για την ώρα είναι υπό έλεγχο, αλλά ανησυχούμε ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο απότομη και μεγαλύτερη κάμψη, αν οι χρηματοοικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν σημαντικά», πρόσθεσε.
Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο υποβάθμισε τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ανάπτυξη, προειδοποιώντας για υψηλή αβεβαιότητα και ρίσκα, καθώς η αναταραχή στον τραπεζικό τομέα αυξάνει τις πιέσεις που προέρχονται από τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Το παγκόσμιο ΑΕΠ θα αναπτυχθεί κατά 2,8% το 2023 και 3% το 2024, κατά 0,1 ποσοστιαία μονάδα χαμηλότερα σε σχέση με τις αντίστοιχες προβλέψεις του Ιανουαρίου, τόνισε το Ταμείο στην τριμηνιαία επικαιροποίηση του World Economic Outlook. To 2022 η παγκόσμια οικονομία είχε αναπτυχθεί με ρυθμό 3,4%.
«Τα ρίσκα είναι σε μεγάλο βαθμό καθοδικά, κυρίως λόγω της τραπεζικής αναταραχής τον τελευταίο ενάμιση μήνα», δήλωσε ο επικεφαλής οικονoμολόγος του Ταμείου, Πιερ-ολιβιέ Γκουρίνχας. «Για την ώρα είναι υπό έλεγχο, αλλά ανησυχούμε ότι μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο απότομη και μεγαλύτερη κάμψη, αν οι χρηματοοικονομικές συνθήκες επιδεινωθούν σημαντικά», πρόσθεσε. Σύμφωνα με το Bloomberg, το Ταμείο βλέπει τον παγκόσμιο πληθωρισμό να διαμορφώνεται στο 7% φέτος, 0,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα από την πρόβλεψη του Ιανουαρίου, αλλά χαμηλότερα από το 8,7% του 2022.
Καθώς το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να αυξάνεται, η άνοδος των επιτοκίων και το ισχυρό δολάριο αυξάνουν το κόστος δανεισμού, γεγονός που έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και δημιουργεί κινδύνους για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, προειδοποιεί το ΔΝΤ σε blog, στο οποίο εξετάζει ποιες πολιτικές είναι κατάλληλες για τη μείωση του δημοσίου χρέους.
Χρησιμοποιώντας δεδομένα δύο δεκαετιών, το ΔΝΤ εκτιμά ότι μια κατάλληλα προσαρμοσμένη δημοσιονομική συρρίκνωση 0,4 ποσοστιαίων μονάδων του ΑΕΠ μειώνει τον λόγο του χρέους προς το ΑΕΠ κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες το πρώτο έτος και έως και 2,1 ποσοστιαίες μονάδες έπειτα από πέντε χρόνια.
Αλλά η χρονική στιγμή που θα ξεκινήσει η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να επηρεάσει το αποτέλεσμα που θα έχει, υποστηρίζει το Ταμείο.
Ειδικότερα, η πιθανότητα μείωσης του χρέους μέσω δημοσιονομικής προσαρμογής αυξάνεται όταν πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια μιας εγχώριας και παγκόσμιας οικονομικής άνθησης ή σε περιόδους κατά τις οποίες οι χρηματοοικονομικές συνθήκες είναι χαλαρές και η αβεβαιότητα χαμηλή. Πέρα από το χρονικό πλαίσιο, έχει σημασία και ο σχεδιασμός των πολιτικών, σημειώνει το ΔΝΤ.
Συγκεκριμένα, στις ανεπτυγμένες οικονομίες ο λόγος του χρέους είναι πιθανότερο να μειωθεί μέσω περικοπών στις δαπάνες παρά μέσω αύξησης των εσόδων από φόρους. Οι πιθανότητες επιτυχίας βελτιώνονται επίσης όταν η δημοσιονομική προσαρμογή συνοδεύεται από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και από ισχυρά θεσμικά πλαίσια.
Αυτό εξηγεί, σύμφωνα με το ΔΝΤ, γιατί η δημοσιονομική προσαρμογή συνήθως δεν οδήγησε σε μείωση του λόγου χρέους στο παρελθόν: δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες και οι συνοδευτικές πολιτικές.
Οπως αναφέρει το Ταμείο, υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες για τους οποίους η δημοσιονομική εξυγίανση από μόνη της δεν οδήγησε σε μείωση του επιπέδου του χρέους στις μισές περίπου περιπτώσεις: πρώτον, η δημοσιονομική προσαρμογή τείνει να επιβραδύνει την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Δεύτερον, οι διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και οι μεταβιβάσεις σε κρατικές επιχειρήσεις ή έκτακτες υποχρεώσεις μπορούν να αντισταθμίσουν τις προσπάθειες μείωσης του χρέους.
Αυτές οι «εκτός προϋπολογισμού» ενέργειες μπορούν να αυξήσουν το χρέος, παρά τις βελτιώσεις στο πρωτογενές ισοζύγιο (που συνήθως θα μείωνε το χρέος). Τέτοια παραδείγματα είναι, σύμφωνα με το ΔΝΤ, οι έκτακτες ενισχύσεις που παρείχε η κυβέρνηση σε κρατικές επιχειρήσεις στο Μεξικό (2016) και η εκκαθάριση ληξιπρόθεσμων πληρωμών από την κυβέρνηση στην Ελλάδα (2016).
kathimerini