Έτοιμο στα συρτάρια του υπουργείου Οικονομικών βρίσκεται, εδώ και μερικούς μήνες, το σχέδιο, που επεξεργάστηκε η Τράπεζα της Ελλάδος, με τη τεχνική υποστήριξη της Rothschild, για την ταχύτερη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των εγχώριων τραπεζών.
Τους προηγούμενους μήνες, Τράπεζα της Ελλάδος και Rothschild επέφεραν μικρές τροποποιήσεις στο σχέδιο, επιδιώκοντας να περιορίσουν το δυνητικό κόστος για το Δημόσιο, το οποίο πρακτικά αποτελεί τον μέτοχο και εγγυητή της προτεινόμενης εταιρείας διαχείρισης προβληματικών περιουσιακών στοιχείων (Asset Management Company –AMC).
Η πρόταση της ΤτΕΕΛΛ 0,00% προβλέπει την εθελοντική δυνατότητα των τραπεζών να μεταβιβάζουν σε εταιρείες ειδικού σκοπού (SPVs) καταγγελμένα ή σε βαθιά καθυστέρηση δάνεια στην καθαρή λογιστική τους αξία μαζί με τις εξασφαλίσεις τους. Για τα παραπάνω δάνεια οι τράπεζες έχουν σχηματίσει τις υψηλότερες προβλέψεις, που σε μέσο όρο ξεπερνούν ελαφρώς το 60% της ονομαστικής αξίας των δανείων.
Για την κάλυψη του τιμήματος της μεταβίβασης, τα SPVs θα προχωρoύν σε τιτλοποιήσεις, εκδίδοντας τρεις τάξεις τίτλων (senior, mezzanine, junior/equity). Για να λειτουργήσει το σχήμα απαιτεί την προαιρετική συμμετοχή δύο τουλάχιστον τραπεζών, ανά υποκατηγορία δανείων, που μεταφέρονται προς τιτλοποίηση (ενυπόθηκα στεγαστικά και καταναλωτικά, ενυπόθηκα εταιρικά, δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις).
Με δεδομένο ότι η μεταβίβαση των δανείων θα γίνει στην καθαρή λογιστική τους αξία, οι τράπεζες δεν θα γράψουν ζημιά. Τα εποπτικά τους κεφάλαια θα μειωθούν, όμως, επειδή θα υποχρεωθούν να διαγράψουν τις αναλογούσες στις συσσωρευμένες προβλέψεις των μεταβιβαζόμενων δανείων αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred tax credits –DTCs).
Μέσω νομοθετικής ρύθμισης, το ποσό του DTC, που θα διαγραφεί, θα αναγνωριστεί από το Δημόσιο ως αμετάκλητη υποχρέωση προς το SPV, με χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής, το οποίο θα προκύψει, με βάση την αποτίμηση από τους συμβούλους τιτλοποίησης ή τρίτους εκτιμητές των μεταβιβαζόμενων χαρτοφυλακίων και τον προσδιορισμό των αναμενόμενων χρηματοροών.
Η κατάρτιση της νομοθετικής ρύθμισης αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα τεχνικά θέματα. Και αυτό διότι, αφενός θα πρέπει η ζημιά από τη διαγραφή του DTC να ανάγεται απευθείας στην καθαρή θέση, ώστε να μην υποχρεωθούν οι τράπεζες σε αυξήσεις κεφαλαίου υπέρ του Δημοσίου, αφετέρου η αναγνώριση υποχρέωσης του Δημοσίου, έναντι του SPV, να μην θεωρηθεί κρατική ενίσχυση από την DG Comp. Οδηγός για το πρώτο σκέλος αποτελεί η υιοθέτηση του IFRS 9.
Οι τροποποιήσεις για να μειωθεί το δυνητικό κόστος Δημοσίου
Σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη, που παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς την υπόθεση, οι παραδοχές του σχεδίου είναι αρκετά συντηρητικές.
Στο δημοσιοποιημένο από την ίδια την ΤτΕΕΛΛ 0,00% παράδειγμα, που αφορά σε καταγγελμένα και σε βαθιά καθυστέρηση δάνεια ονομαστικής αξίας 40 δισ. ευρώ, οι τράπεζες έχουν σωρεύμενες προβλέψεις της τάξης των 24 δισ. ευρώ. Το DTC που αντιστοιχεί στο 29% των προβλέψεων ανέρχεται στα 7 δισ. ευρώ.
Τα SPVs θα αγοράσουν από τις τράπεζες τα παραπάνω δάνεια καταβάλλοντας 16 δισ. ευρώ (ονομαστική αξία 40 δισ. μείον προβλέψεις 24 δισ. ευρώ) και ταυτόχρονα θα λάβουν ως «μαξιλάρι» από το Δημόσιο αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση 7 δισ. ευρώ. Στην πράξη, δηλαδή, αγοράζουν στα 9 δισ. ευρώ δάνεια ονομαστικής αξίας 40 δισ. ευρώ.
Θεωρητικά, υπάρχουν οι προϋποθέσεις η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση να μην ενεργοποιηθεί καθώς οι εισπράξεις από ρυθμίσεις και εκποιήσεις μπορούν να ξεπεράσουν τα 16 δισ. ευρώ, που θα καταβάλουν τα SPVs.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕΕΛΛ 0,00%, τα παραπάνω δάνεια, διαθέτουν εξασφαλίσεις, οι οποίες αποτιμούνται από τις τράπεζες στα 17 δισ. ευρώ, ενώ ανεξάρτητοι εκτιμητές, που ανέλαβαν το σχετικό έργο από την ΤτE, εκτίμησαν την αξία τους μεταξύ 19 με 19,5 δισ. ευρώ.
Για να επιβεβαιωθούν οι παραπάνω εκτιμήσεις θα πρέπει να αυξηθεί η ζήτηση για όλες τις υποκατηγορίες ακινήτων. Προς το παρόν, ζήτηση και αύξηση τιμών έχουν μόνο τα ακίνητα εισοδήματος (γραφεία, κατοικίες για βραχυχρόνια ενοικίαση) στην Αθήνα και δευτερευόντως σε άλλες μεγάλες πόλεις.
Με την προϋπόθεση ότι το ΑΕΠ θα αυξηθεί, με υψηλότερους ρυθμούς, τα επόμενα χρόνια, η ζήτηση για ακίνητα μπορεί να ανέβει, επιτρέποντας στους servicers να εισπράξουν ποσά που θα καλύψουν την πλήρη εξόφληση των τίτλων πρώτης (senior note) και ενδιάμεσης διαβάθμισης. Σε αυτή την περίπτωση δεν θα απαιτηθεί ενεργοποίηση του DTC και δεν θα υπάρξει δημοσιονομικό κόστος.
Για τους παραπάνω λόγους η Rothschild εισηγήθηκε και έγινε αποδεκτό να τροποποιηθεί το σχέδιο και να βγει προς πώληση και «φέτα» των ομολογιών μειωμένης εξασφάλισης (Junior), που αρχικώς προβλεπόταν να διατεθεί σε τράπεζες και Δημόσιο.
Η κεφαλαιακή επίπτωση και πως αντιμετωπίζεται
Με βάση ενδεικτικά στοιχεία, η επιβάρυνση στα κεφάλαια των τραπεζών από την εφαρμογή του σχεδίου δεν θα ξεπεράσει, κατά μέσο όρο, τις τρεις ποσοστιαίες μονάδες (3%) του δείκτη CET1. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψη την οργανική κερδοφορία των τραπεζών σε βάθος τριετίας επέρχεται πλήρης αναπλήρωση στα κεφάλαια των τραπεζών.
Επιπρόσθετα, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να διατηρήσουν το συνολικό δείκτη κεφαλαίων στα υφιστάμενα επίπεδα, με έκδοση συμπληρωματικών κεφαλαίων, δεδομένης της ουσιαστικής εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων τους.
Παρ ότι η δίδυμη στόχευση του σχεδίου (μείωση NPEs και μείωση του ποσοστού των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων στα εποπτικά κεφάλαια των τραπεζών), αποτελεί μέγα ζητούμενο (σ.σ. οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ανέρχονται σε 16 δισ. ευρώ), δύο από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες έχουν δρομολογήσει ή προαναγγείλει σχεδιασμό, που δεν συνάδει με την κατεύθυνση του σχεδίου.
Η Eurobank βρίσκεται σε περίοδο αποκλειστικών διαπραγματεύσεων με την PIMCO για την τιτλοποίηση, μεταξύ άλλων, του συνόλου των καταγγελμένων και σε βαθιά καθυστέρηση δανείων της (7 δισ. ευρώ).
Τιτλοποιεί, δηλαδή, όλα τα δάνεια που αποτελούν τη δυνητική «δεξαμενή» για την υλοποίηση του σχεδίου της ΤτE και επομένως δεν έχει πρακτικό λόγο να συμμετάσχει.
Την ίδια στιγμή, η διοίκηση της Εθνικής δεν συμπεριέλαβε στο σχεδιασμό της για τη μείωση των NPEs κατά 14,3 δισ. ευρώ ως το τέλος του 2022 – μελλοντική- χρήση του σχεδίου της ΤτΕΕΛΛ 0,00%. Κάτι βέβαια που ενδέχεται να αλλάξει εφόσον το σχέδιο εγκριθεί και νομοθετηθεί.
Χρήστος Κίτσιος euro2day.gr