Ο μεγαλύτερος εργοδότης της χώρας στον τομέα της μεταποίησης είναι η βιομηχανία τροφίμων. Σε αυτήν απασχολείται επίσης το 1/3 του συνόλου των απασχολουμένων, έναντι ενός 6,1% στα μεταλλικά προϊόντα και 5,9% στα είδη ένδυσης.
Η κυριαρχία της βιομηχανίας τροφίμων στον χώρο της μεταποίησης αποτυπώνεται σε μελέτη που εκπονήθηκε από το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) για λογαριασμό του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων (ΣΕΒΤ).
Η ελληνική βιομηχανία τροφίμων καλύπτει το 1/4 (26,4%) του συνόλου των επιχειρήσεων της ελληνικής μεταποίησης, γεγονός που την κατατάσσει πρώτη ανάμεσα στους κλάδους της μεταποίησης, με τα μεταλλικά προϊόντα (14,3%) και τα είδη ένδυσης (7,2%) να ακολουθούν.
Βρίσκεται ανάμεσα στους πρώτους κλάδους της μεταποίησης, με την αξία παραγωγής να αγγίζει το 24,3%, την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία να αγγίζει το 24,6%, ενώ καταλαμβάνει την πρώτη θέση και σε όρους κύκλου εργασιών (σχεδόν 25,2%, με δεύτερο τον οπτάνθρακα και προϊόντα διύλισης με 24,8%).
Το 2011, το ποσοστό του εργατικού δυναμικού Τροφίμων και Ποτών στο σύνολο της απασχόλησης στη μεταποίηση βρισκόταν στο 28%, ενώ σταδιακά, μέχρι το 2017 έφθασε στο 37,6%. Η άνοδος αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση του συνολικού αριθμού των εργαζομένων στην εγχώρια μεταποίηση μέχρι το 2014.
Συγκεκριμένα, η πτώση του αριθμού των απασχολούμενων στο σύνολο της μεταποίησης της χώρας από το 2011 έως το 2014 καταγράφει σωρευτικές απώλειες της τάξης του 23%, όταν η αντίστοιχη σωρευτική μεταβολή στα τρόφιμα και ποτά είναι κατά πολύ χαμηλότερη (-1%). Έτσι, το μερίδιο των απασχολουμένων των τροφίμων και ποτών ως προς το σύνολο του μεταποιητικού τομέα παραμένει σε υψηλά επίπεδα για 4η συνεχόμενη χρονιά.
Από το 2013 και μετά, η πτωτική τάση της απασχόλησης στα τρόφιμα και ποτά ανατρέπεται, με το μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής να ξεπερνά το 3%. Το 2017, οι εργαζόμενοι στη μεταποίηση τροφίμων και ποτών αυξάνονται κατά 7,4%, ξεπερνώντας τους περίπου 134 χιλιάδες. Αρκετά μικρότερη κατά το ίδιο έτος, η άνοδος στο σύνολο της μεταποίησης παρουσίασε αύξηση κατά 3%.
Αναφορικά με την κατανάλωση, η συνολική μηνιαία κατά κεφαλή κατανάλωση ειδών διατροφής και ποτών το 2016 υποχώρησε στα 304 ευρώ, ενώ το 2010 βρισκόταν στα 368 ευρώ, σημειώνοντας πτώση της τάξης του 17% σωρευτικά. Η κύρια δαπάνη των Ελλήνων καταναλωτών στη μηνιαία κατανάλωση τροφίμων και ποτών αφορά πρώτα το κρέας (64,9 ευρώ το 2016), τα γαλακτοκομικά (49,5 ευρώ το 2016) και στη συνέχεια το αλεύρι, το ψωμί και τα δημητριακά (44,9 ευρώ). Σημειώνεται ότι την μοναδική ποσοστιαία άνοδο καταγράφουν οι δαπάνες για καφέ, τσάι και κακάο (+7%) και για κρασί (+4%) το 2016 σε σχέση με το 2015, ενώ σταθερές παραμένουν οι δαπάνες για τις μισές κατηγορίες, οι οποίες ωστόσο αποτελούν ένα μικρό ποσοστό στη συνολική κατανάλωση.
Εξαίρεση αποτελούν οι δαπάνες για μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμούς φρούτων και λαχανικών και οι δαπάνες για αποστάγματα οι οποίες καταγράφουν μείωση της τάξης του 7% και13 %, αντίστοιχα το 2016 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Μείωση καταγράφουν οι δαπάνες για φρούτα, καθώς και οι δαπάνες για ψάρια και γαλακτοκομικά προϊόντα (από -4% εκατέρωθεν).
Η ποσοστιαία συμμετοχή των υποκατηγοριών των ειδών διατροφής παρουσίασε μικρή η μηδενική μεταβολή μεταξύ των ετών 2015 και 2016 στις περισσότερες υποκατηγορίες. Αύξηση σημείωσαν αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (από 13% το 2010 στο 15% το 2016) και έλαια –λίπη (από 5% το 2010 στο 6% το 2016). Αντίθετα μείωση σημείωσαν το κρέας και το ψάρι αντιστοιχώντας στο 21% και 7% της μηνιαίας δαπάνης αντίστοιχα για το 2016.
Λ.Ε.