Καθώς εντείνεται στην Ευρώπη η συζήτηση περί ανάγκης για αύξηση των αμυντικών δαπανών, αλλάζει η στάση των επενδυτών απέναντι στις αμυντικές βιομηχανίες και τοποθετούν σε αυτές όλο και περισσότερο τα κεφάλαιά τους, ενώ έως τώρα τις απέφευγαν αντιμετωπίζοντάς τες ως άκρως αμφιλεγόμενες. Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Bloomberg, το περασμένο έτος διπλασιάστηκε ο αριθμός των επενδυτικών ταμείων που τοποθετούνται σε αμυντικές βιομηχανίες και έφθασε στα 47, ενώ επί δεκαετίες ήταν στην καλύτερη περίπτωση μονοψήφιος ο αριθμός τους, όταν και αν υπήρχε. Σύμφωνα, δε, με τα στοιχεία του Φεβρουαρίου, η τάση συνεχίζεται και είναι ανοδική.

Σημάδι των καιρών, όμως, αποτελεί το γεγονός ότι ανάμεσα στους επενδυτές που υιοθετούν όλο και πιο φιλική στάση προς τις αμυντικές βιομηχανίες συγκαταλέγονται και πολλοί από όσους είχαν αποφασίσει να επιλέγουν τις τοποθετήσεις τους με κριτήρια περιβαλλοντικής και κοινωνικής ευαισθησίας, όπως και κριτήρια ευαίσθητης εταιρικής διακυβέρνησης. Η κατηγορία αυτή αμβλύνει εμφανώς την πολιτική της, που μέχρι προσφάτως απέκλειε τις αμυντικές βιομηχανίες. Πίσω από την αλλαγή στάσης των επενδυτών βρίσκεται προφανώς η πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ που ασκεί πιέσεις στην Ευρώπη για να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες και να μη βασίζεται μονίμως στην προστασία των ΗΠΑ. Σε όλη την Ε.Ε. οι κυβερνήσεις σχεδιάζουν επιθετική αύξηση των αμυντικών δαπανών και παράλληλα εξετάζουν νέους τρόπους για τη χρηματοδότηση αυτών των δαπανών. Οπως χαρακτηριστικά τονίζει η Μία Θούλστρουπ Γκέντμπεργκ, επικεφαλής της μονάδας αμυντικής βιομηχανίας στη δανέζικη εταιρεία νομικών Kromann Reumert, οι επενδυτές δύσκολα θα μπορούσαν να αγνοήσουν αυτό το θέμα της τοπικής εθνικής ασφάλειας που υπόσχεται ενδεχομένως μεγάλες αποδόσεις, γι’ αυτό και «θα εισρεύσουν πολλά κεφάλαια στις αντίστοιχες εταιρείες».

Ο Ρόελ Χούβερ, υψηλόβαθμο στέλεχος της Vaneck Asset Management, επισημαίνει ότι αντίστοιχη στροφή καταγράφεται και στην κοινή γνώμη, καθώς «αρχίζει να έχει κάπως διαφορετική τοποθέτηση» ως προς το κατά πόσον είναι θεμιτή η επένδυση σε μετοχές αμυντικών βιομηχανιών. Στις αρχές του 2023 η εταιρεία του παρουσίασε το επενδυτικό προϊόν Vaneck Defense UCITS ETF, που αφορά μετοχές αμυντικών βιομηχανιών και σήμερα έχει συγκεντρώσει περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 2 δισ. δολ., καθώς στη διάρκεια μόνο του 2024 προσέφερε αποδόσεις ύψους 44%. Σε ό,τι αφορά το τρέχον έτος παρουσιάζει μέχρι στιγμής απόδοση άνω του 10%. «Εχουμε δει τεράστια ανάπτυξη», τονίζει ο ίδιος και προσθέτει πως φέτος οι εισροές κεφαλαίων στο ταμείο του από τις πρώτες εβδομάδες του έτους «είναι ακόμη μεγαλύτερες από εκείνες του 2024». Διευκρινίζει μάλιστα πως το εν λόγω επενδυτικό ταμείο προσελκύει καθημερινά κεφάλαια ύψους 20-30 εκατ. δολ. Τονίζει επίσης ότι πολλοί Ευρωπαίοι επενδυτές απευθύνονται στην εταιρεία του ζητώντας συγκεκριμένες πληροφορίες για το είδος των επενδυτικών προϊόντων της που σχετίζονται με ευρωπαϊκές εταιρείες άμυνας. Οπως εξηγεί ο ίδιος, είναι κάπως περιορισμένο το φάσμα των προϊόντων του είδους που διαθέτει και ο λόγος είναι ο περιορισμένος αριθμός εταιρειών άμυνας που βρίσκονται στην ευρωπαϊκή ήπειρο.

Ο Χούβερ προσθέτει, πάντως, πως «καθώς αναπτύσσεται η βιομηχανία είναι προφανές πως διευρύνονται και οι επενδυτικές δυνατότητες και περισσότερες εταιρείες θα πληρούν τα κριτήρια μεγέθους και ρευστότητας ώστε να είναι επιλέξιμες για την ένταξή τους σε κάποιον ευρωπαϊκό δείκτη επενδύσεων». Σημειωτέον ότι και ο Μάριο Ντράγκι στην έκθεσή του για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα υπογραμμίζει πως η Ευρώπη πρέπει να καταστήσει τις αμυντικές βιομηχανίες της πιο ελκυστικές για τους επενδυτές. Τονίζει, μάλιστα, πως το υψηλό κόστος που είχε για τους Ευρωπαίους η στήριξη της Ουκρανίας και η επέκταση των δικών τους στρατιωτικών δυνάμεων είναι το αποτέλεσμα της ανεπάρκειας επενδύσεων επί δεκαετίες. Σύμφωνα με την Bloomberg Economics, η στήριξη της Ουκρανίας και η επέκταση των στρατιωτικών δυνάμεων των ευρωπαϊκών χωρών υπολογίζεται πως συνεπάγονται για τις μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης πρόσθετο κόστος ύψους 3,1 τρισ. δολ. μέσα στα επόμενα 10 χρόνια.

Kathimerini