Δύο είναι τα οχήματα τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην περαιτέρω ανάπτυξη του εγχώριου κλάδου γαλακτοκομικών προϊόντων σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Χρήστος Αποστολόπουλος, πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομικών Προϊόντων, ΣΕΒΓΑΠ, στο πλαίσιο του Thessaloniki Summit 2021.
Όπως είπε ο κ. Αποστολόπουλος, οι εξαγωγές τα τελευταία χρόνια των ελληνικών γαλακτοκομικών προϊόντων έχουν σημειώσει εντυπωσιακές επιδόσεις καθώς έχουν εμφανίσει αύξηση 60% την τελευταία τριετία. Την ίδια στιγμή, οι εξαγωγές ελληνικής φέτας και γιαουρτιού μόνο πέρυσι έκλεισαν με άνοδο 30%, ποσοστά που υποδηλώνουν τη δυναμική που έχει αναπτύξει ο κλάδος.
Ωστόσο, αυτή την στιγμή βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σειρά από προκλήσεις όπως είναι για παράδειγμα το αυξημένο κόστος παραγωγής καθώς και το άνοιγμα των αγορών, που σημαίνει ότι δημιουργούνται τόσο προβλήματα όσο και ευκαιρίες. «Με το άνοιγμα των αγορών πλέον θα πρέπει να ανταγωνιζόμαστε και πάλι με όλους και όχι μόνο τους κοντινούς μας αλλά ταυτόχρονα σημαίνει ότι μας δίνεται η δυνατότητα να εξάγουμε και σε άλλες αγορές», σημείωσε ο κ. Αποστολόπουλος, λέγοντας παράλληλα ότι δύο είναι τα οχήματα περαιτέρω ανάπτυξης του κλάδου: το ένα είναι η μείωση του κόστους και το δεύτερο είναι η ενίσχυση της ποιότητας.
Η Ελλάδα κατέχει μόλις το 2% της παγκόσμιας αξίας των 7,5 δισ. του ελληνικού γιαουρτιού Σε ό,τι αφορά τώρα το πρώτο, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΣΕΒΓΑΠ, αποτελεί μια χαμένη υπόθεση γιατί δεν υπάρχει η δυνατότητα να παραχθεί φθηνότερο γάλα, μια πρώτη ύλη η οποία αντιπροσωπεύει σχεδόν πάνω από το 50% του κόστους, ένα ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό σε σχέση με τον μέσο όρο που ισχύει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές. «Επομένως, αυτό που πρέπει να γίνει είναι να επενδύσουμε στο δεύτερο όχημα δηλαδή στην ποιότητα», σημείωσε ο κ. Αποστολόπουλος και πρόσθεσε: «Οι προοπτικές είναι θετικές γιατί μας βοηθούν τα προϊόντα. Το γιαούρτι και η φέτα δε χρειάζονται διαφήμιση λόγω της παγκόσμιας εμβέλειας τους». Η αξία της κατηγορίας του ελληνικού γιαουρτιού παγκοσμίως ανέρχεται στα 7,5 δισ. ευρώ εκ των οποίων η Ελλάδα κατέχει μόλις το 2%, γεγονός που αφήνει μεγάλο περιθώριο ανάπτυξης.
Ένα ακόμη ζήτημα που έθεσε ο κ. Αποστολόπουλος, ήταν και αυτό της βιολογικής παραγωγής. «Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει βάλει σαν στόχο μέχρι το 2030, οι βιολογικές καλλιέργειες να αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό. Αυτή την στιγμή μόλις το 4% των ζώων στην Ευρώπη είναι βιολογικά και στην Ελλάδα είμαστε ακόμη πιο πίσω», είπε ο πρόεδρος του ΣΕΒΓΑΠ.
Σύμφωνα με έρευνα του Ηνωμένου Βασιλείου, μπορεί οι βιολογικές καλλιέργειες να παρουσιάζουν μείωση 20% στις εκπομπές ρύπων, ωστόσο μειώνονται κατά 40% οι αποδόσεις, κάτι που θα επηρεάσει το εισόδημα των παραγωγών, όπως τόνισε ο κ. Αποστολόπουλος.
Ματίνα Χαρκοφτάκη