Στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα διοχετευτεί, κατά πάσα πιθανότητα, ο επιπλέον δημοσιονομικός χώρος ύψους 350 εκατ. ευρώ που εντοπίστηκε ότι προκύπτει για το 2025, πέρα από τα μέτρα ύψους 880 εκατ. ευρώ τα οποία έχουν ήδη ανακοινωθεί για τον επόμενο χρόνο.
Ο επιπλέον χώρος προέκυψε μετά τη γνωστοποίηση της οροφής αύξησης των δαπανών για το επόμενο χρόνο από την Κομισιόν. Η αύξηση των δαπανών κατά 3%, που προβλέπεται για την Ελλάδα, αντιστοιχεί σε ένα καθαρό ποσό λίγο πάνω 3 δισ. ευρώ. Τα 350 εκατ. ευρώ είναι το περιθώριο που έχει να δαπανήσει η Ελλάδα, εκτός από τα μέτρα ύψους 880 εκατ. ευρώ τα οποία έχει ανακοινώσει το ΥΠΕΘΟ από τον περασμένο Απρίλιο. Το ποσό αυτό προκύπτει αν, από το τελικό ποσό της αύξησης των δαπανών, αφαιρεθούν όλες οι υπόλοιπες αυξήσεις πρωτογενών δαπανών που έχουν προγραμματιστεί για το 2025 (π.χ. υγεία - παιδεία - άμυνα) σε σχέση με το 2024 και το πακέτο μέτρων τα οποία έχουν ήδη ανακοινωθεί.
Ως γνωστόν, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, κ. Κωστής Χατζηδάκης, από τον περασμένο Απρίλιο έχει ανακοινώσει ότι έχει ως προγραμματισμό για νέα μέτρα:
- Τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 0,5%, κόστους 225 εκατ. ευρώ.
- Τη μείωση, ουσιαστικά κατάργηση, του τέλους επιτηδεύματος για τους επαγγελματίες, κόστους 120 εκατ. ευρώ.
- Τη μόνιμη επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στους αγρότες, κόστους 100 εκατ. ευρώ.
- Την αύξηση του φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος (15 εκατ. ευρώ).
- Την αύξηση των συντάξεων, η οποία, με βάση τον γνωστό μαθηματικό τύπο, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί περίπου στα 400 εκατ. ευρώ.
- Την αναστολή του ΦΠΑ στις οικοδομές, κόστους 20 εκατ. ευρώ.
Μείωση ασφαλιστικών εισφορών Μετά τη νέα εξέλιξη, το πιο πιθανό σενάριο
είναι η υπέρβαση των 350 εκατ. ευρώ να διατεθεί για να αυξηθεί η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Με βάση τον υφιστάμενο προγραμματισμό, για το 2025, προβλέπεται η μείωση των δαπανών κατά 0,5% με κόστος 225 εκατ. ευρώ και επιπλέον 0,5% το 2027. Με τον πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο που υπάρχει πλέον, είναι πολύ πιθανό η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών τελικά να αυξηθεί στο 1% από φέτος, με προοπτική περαιτέρω μείωσης στο μέλλον. Η ταχύτερη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι μια ανάγκη στην οποία έχει αναφερθεί πολλές φορές σε δηλώσεις του ο πρωθυπουργός, κ. Κυριάκος Μητσοτάκης. Το μέτρο της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών είναι απολύτως αποδεκτό και από την Ε.Ε., καθώς πρόκειται για μια παρέμβαση αναπτυξιακή, αφού είναι πιθανό να αυξήσει την απασχόληση και να μειώσει το ποσοστό ανεργίας. Στην κατεύθυνση αυτή, είναι πιθανό και η δεύτερη προγραμματισμένη μείωση ασφαλιστικών εισφορών για το 2027 να είναι 1%, αντί για 0,5%, αν προκύψει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος.
Η οροφή δαπανών
Μάλιστα, η μείωση των ασφαλιστικών δαπανών δεν επηρεάζει ούτε την οροφή αύξησης των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3%, που έχει ήδη γίνει γνωστή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Τούτο, με δεδομένο ότι περιορίζει τα έσοδα, αλλά δεν επιβαρύνει άμεσα τις δαπάνες.
Σε ό,τι αφορά τις οροφές των δαπανών, το ΥΠΕΘΟ διατηρεί τη στρατηγική των "αποστάσεων ασφαλείας" τόσο για το 2024 όσο και για το 2025. Ειδικότερα, για το τρέχον έτος, έναντι αύξησης 2,6% που είχε επιβάλει από πέρσι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το ΥΠΕΘΟ είχε δηλώσει στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2024-2025 ότι θα αυξήσει τις δαπάνες κατά 2%. Στην εαρινή έκθεση, με βάση το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει δηλώσει ότι τελικά για φέτος οι καθαρές πρωτογενείς δαπάνες θα αυξηθούν μόνο κατά 1,8%. Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από 350 εκατ. ευρώ που έχει περιθώριο να αυξήσει τις δαπάνες με βάση τον προγραμματισμό για τον επόμενο χρόνο, θα διατηρήσει ως μαξιλάρι ασφαλείας άλλα περίπου 300 εκατ. ευρώ που προκύπτουν ως επιπλέον δημοσιονομικός χώρος από το 2024 λόγω ισόποσης συγκράτησης των δαπανών.
Η τακτική αυτή ασκείται προληπτικά, καθώς οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες θα εφαρμοστούν στην ουσία για πρώτη φορά το 2025. Υπάρχουν ακόμη θέματα που θα πρέπει να διευκρινιστούν σε ό,τι αφορά την αποτύπωσή και τον υπολογισμό τους. Κατά συνέπεια, αν τα μεγέθη είναι οριακά, μπορεί να υπάρξουν αποκλίσεις που θα φέρουν την Ελλάδα σε δύσκολη θέση, αφού η υπέρβαση των δαπανών θα πρέπει να διορθωθεί με τη συγκράτηση δαπανών κάποια επόμενη χρονιά.
Τάσος Δασόπουλος, Capital.gr