Ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος για την επίτευξη οικονομιών κλίμακος είναι η μαζική αύξηση του βαθμού συνεργασίας στο πλαίσιο του αγροδιατροφικού τομέα, σε όλα τα επίπεδα και με όλους τους τρόπους. Οριζόντια μεταξύ των αγροτών (όπως παραδοσιακοί συνεταιρισμοί) ή/και μεταξύ των μεταποιητικών επιχειρήσεων, κάθετα μεταξύ των αγροτών και των μεταποιητικών επιχειρήσεων ή μεταξύ ολόκληρης της αλυσίδας αξίας και των ερευνητικών κέντρων». Το γεγονός ότι οι συγγραφείς της έρευνας της διαΝΕΟσις υπό τον τίτλο «Ενα νέο μοντέλο συνεργατικότητας για τον πρωτογενή τομέα στην Ελλάδα» προτείνουν ως μία από τις λύσεις της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής γεωργίας τη δημιουργία συνεταιρισμών προξενεί τουλάχιστον έκπληξη, δεδομένου του αμαρτωλού παρελθόντος του αγροτικού συνεταιριστικού κινήματος στη χώρα. Ενα παρελθόν που στιγματίσθηκε από τις στενές σχέσεις με την εξουσία και τα κόμματα και δυστυχώς και από την υπερχρέωση.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα ληξιπρόθεσμα χρέη των συνεταιρισμών υπολογίζονται σε 2,4 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 850 εκατ. ευρώ αφορούν χρέη προς την υπό εκκαθάριση Αγροτική Τράπεζα. Το 2000 στη χώρα μας υπήρχαν τυπικά σχεδόν 6.500 συνεταιρισμοί, οι οποίοι είχαν σχεδόν 750.000 μέλη, αλλά απασχολούσαν λιγότερους από 10.000 εργαζόμενους. Τον Απρίλιο του 2011 το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων έστειλε ένα ερωτηματολόγιο σε 5.648 αγροτικούς συνεταιρισμούς. Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν προέκυψε ότι οι 1.543 δεν είχαν κανένα εισόδημα, οι 3.266 είχαν ελάχιστο εισόδημα και 839 δεν απάντησαν. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του υπουργείου (έως 3/4/2019), όπως καταχωρούνται στο Εθνικό Μητρώο Αγροτικών Συνεταιρισμών, ο αριθμός των ενήμερων αγροτικών συνεταιρισμών ανέρχεται σε 750. Το παρήγορο είναι ότι έχουν αυξηθεί σε σύγκριση με πέρυσι, καθώς στο τέλος του α΄ εξαμήνου του 2018 οι ενήμεροι αγροτικοί συνεταιρισμοί ήταν 608.
Η κακοδιαχείριση των συνεταιρισμών αφενός εξαφάνισε τα οφέλη που είχαν για τα μέλη τους (π.χ. χρήση υποδομών, προμήθεια φθηνών αγροτικών εφοδίων, πώληση προϊόντων σε υψηλότερες αγορές) και αφετέρου «ευνόησε» –μαζί με άλλους παράγοντες– τη μεγάλη φοροδιαφυγή. Την περίοδο 2004-2005 το ποσοστό του αδήλωτου εισοδήματος στον αγροτικό τομέα υπολογιζόταν στο 53%. Το 2017 η εικόνα δεν ήταν πολύ διαφορετική: μόλις 1,39 δισ. δηλώθηκε ως αγροτικό εισόδημα το 2017 και το 93,6% όσων δηλώνουν αγροτικά εισοδήματα εμφανίζουν αυτά να είναι κάτω από το αφορολόγητο όριο. Μόνο 5.000 αγρότες σε σύνολο 502.487 φορολογούμενων αγροτών στην Ελλάδα δηλώνουν ετήσια εισοδήματα από αγροτική δραστηριότητα άνω των 20.000 ευρώ.
Το γεγονός, ωστόσο, ότι ο μέσος κλήρος στην Ελλάδα είναι μόλις 68 στρέμματα, έναντι 161 στρεμμάτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση, και περισσότερες από τις μισές αγροτικές εκμεταλλεύσεις είναι μικρότερες από 20 στρέμματα καθιστά τους συνεταιρισμούς και εν γένει τις συνεργασίες εκ των ων ουκ άνευ. Οι συγγραφείς της έρευνας (Μ. Σκυλακάκης, Θ. Κανταρτζής, Θ. Μπένος και Θ. Σκυλακάκης) προτείνουν, μεταξύ άλλων, τη θέσπιση οικονομικών κινήτρων για συμμετοχή σε συνεργατικά σχήματα, την ύπαρξη ευελιξίας στην κατάρτιση του καταστατικού κάθε συνεταιρισμού και την αξιοποίηση του προγράμματος ενοικίασης δημόσιας γης.
Καθημερινή