Τα δύο σκέλη της ενεργειακής κρίσης, η εκτόξευση του κόστους της ενέργειας και η ανεπάρκεια ενεργειακών πόρων, έχουν αναγκάσει την Ευρώπη σε οριζόντια εξοικονόμηση ενέργειας, με την επιβολή δηλαδή μείωσης της κατανάλωσης τόσο σε νοικοκυριά όσο και σε επιχειρήσεις. Η Ευρώπη έχει ήδη σε μεγάλο βαθμό επιτύχει να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας, καθώς σύμφωνα με τη Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας το γ΄ τρίμηνο η ζήτηση για φυσικό αέριο μειώθηκε κατά 25% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του περασμένου έτους. Και όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, αυτό οφείλεται κυρίως στη διακοπή της παραγωγής πολλών ευρωπαϊκών βιομηχανιών. Η εξοικονόμηση ενέργειας, όμως, έχει επιτευχθεί με βαρύ τίμημα: τον αυξανόμενο κίνδυνο αποβιομηχάνισης της Ευρώπης, αφού οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες εγκαταλείπουν τη Γηραιά Ηπειρο και μεταναστεύουν συχνά στις ΗΠΑ, όπου υπάρχει άφθονη φθηνή ενέργεια. Ενίοτε μεταφέρουν μονάδες παραγωγής στην Κίνα ή σε άλλες ασιατικές οικονομίες, όπου και πάλι είναι πολύ χαμηλότερο το κόστος της παραγωγής. Οικονομολόγοι, στελέχη επιχειρήσεων και βιομηχανικοί όμιλοι προειδοποιούν, έτσι, πως η Ευρώπη μπορεί να καταλήξει με εντελώς αποδυναμωμένη βιομηχανία εάν το κόστος της ενέργειας παραμείνει υψηλό. Ο Ντάνιελ Κραλ, οικονομολόγος της Oxford Economics, προεξοφλεί πως «αν οι τιμές της ενέργειας παραμείνουν σε τόσο υψηλά επίπεδα, ένα τμήμα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας θα χάσει κάθε ανταγωνιστικότητα, με αποτέλεσμα να κλείνουν τα εργοστάσια και να μεταφέρονται στις ΗΠΑ, όπου υπάρχει η φθηνή ενέργεια των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων».
Το πρόβλημα είναι σαφώς οξύτερο για τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας όπως οι μονάδες παραγωγής αλουμινίου, λιπασμάτων και χημικών, που ενδέχεται να αποφασίσουν τη μόνιμη μετεγκατάστασή τους σε χώρες με φθηνή ενέργεια όπως οι ΗΠΑ. Ηδη η παραγωγή πρωτογενούς αλουμινίου έχει μειωθεί στο ήμισυ στην Ε.Ε., περίπου κατά ένα εκατ. τόνους. Σύμφωνα με στοιχεία που συγκέντρωσε το Reuters, όλα ανεξαιρέτως τα εννέα χυτήρια ψευδαργύρου της Ε.Ε. έχουν είτε μειώσει είτε διακόψει εντελώς την παραγωγή τους. Οι ανάγκες σε αυτή τη βιομηχανική πρώτη ύλη καλύπτονται, έτσι, με εισαγωγές από την Κίνα, το Καζακστάν, την Τουρκία και τη Ρωσία. Και όπως επισημαίνει ο Κρις Χέρον, στέλεχος της ένωσης ευρωπαϊκών βιομηχανιών εντάσεως ενέργειας Eurometaux, η επαναλειτουργία ενός χυτηρίου αλουμινίου κοστίζει έως και 400 εκατ. ευρώ, γι’ αυτό και δεν φαίνεται πιθανό να επιχειρηθεί κάτι τέτοιο δεδομένου του αβέβαιου οικονομικού περιβάλλοντος. Ο ίδιος τονίζει πως «αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι ότι μια προσωρινή διακοπή στη λειτουργία ενός εργοστασίου τελικά το οδηγεί να κλείσει για πάντα». Αυτό σημαίνει πως η Ευρώπη κινδυνεύει από ελλείψεις βιομηχανικών μετάλλων και πρώτων υλών αναγκαίων για την παραγωγή ηλεκτροκίνητων οχημάτων, υποδομών για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.
Η συρρίκνωση της βιομηχανικής βάσης της Ευρώπης είναι, πάντως, ήδη γεγονός. Φέτος για πρώτη φορά η Γηραιά Ηπειρος εισήγαγε περισσότερα χημικά από όσα εξήγαγε για πρώτη φορά στην ιστορία της, σύμφωνα με το Ευρωπαϊκών Συμβούλιο Χημικών Βιομηχανιών Cefic. Εχει, άλλωστε, διακοπεί περισσότερη από τη μισή ποσότητα αμμωνίας που παραγόταν στην Ε.Ε. και πρόκειται για πρώτη ύλη αναγκαία για την παραγωγή λιπασμάτων. Εχει, έτσι, αντικατασταθεί από εισαγωγές σύμφωνα με τη Διεθνή Ενωση Λιπασμάτων. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της νορβηγικής βιομηχανίας λιπασμάτων Yara, που έχει μειώσει την παραγωγή αμμωνίας κατά τα 2/3 και δεν σχεδιάζει να την επαναφέρει στα πρότερα επίπεδα. Μιλώντας στο Reuters ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Σβάιν Τόρε Χόλσετερ, τόνισε πως τα στελέχη της παρακολουθούν «την κατάσταση στην αγορά φυσικού αερίου πολύ στενά και εκπονούμε τα σχέδιά μας αναλόγως». Στην Ελλάδα, εξάλλου, η μικρή βιομηχανία βαμβακιού Επίλεκτος Κλωστοϋφαντουργία έχει μειώσει την παραγωγή, αφού έχουν σημειώσει πτώση οι παραγγελίες από τη βόρεια Ευρώπη. Σύμφωνα με τον Απόστολο Δοντά, διευθύνοντα σύμβουλο στη μονάδα της στα Φάρσαλα, η εταιρεία εκτιμά πως η παραγωγή της θα μειωθεί φέτος κατά 30%.
Προ ημερών, η μεγαλύτερη χημική βιομηχανία του κόσμου, η γερμανική BASF, έθεσε υπό αμφισβήτηση το κατά πόσον υπάρχουν κίνητρα για να ανοίξουν νέες μονάδες παραγωγής στην Ευρώπη. Ανακοίνωσε μάλιστα ότι σχεδιάζει να διακόψει την παραγωγή στη σημαντικότερη μονάδα της, στο Λουντβιχσχάφεν, αν μειωθεί η προσφορά ενέργειας κάτω από το 50% των ενεργειακών αναγκών της. Σημειωτέον ότι πρόκειται για την πρώτη σε κατανάλωση ενέργειας βιομηχανία της Γερμανίας.
Και βέβαια, ορισμένες βιομηχανίες, μεταξύ των οποίων η γερμανική Kelheim Fibres που παράγει συνθετικές ίνες και προμηθεύει την Procter & Gamble, στρέφονται σε άλλες μορφές ενέργειας. Η εν λόγω εταιρεία έχει μειώσει την παραγωγή της δύο φορές στη μονάδα της στη Βαυαρία. Οι γερμανικές βιομηχανίες έχουν γενικώς προσπαθήσει να αποσπάσουν εσπευσμένα άδειες για την επιστροφή τους σε πιο ρυπογόνα καύσιμα όπως το πετρέλαιο, προειδοποιώντας, όμως, πως η εναλλακτική τους θα είναι να διακόψουν την παραγωγή εάν θέλουν να συμμορφωθούν με τους στόχους της μείωσης των καυσαερίων.
Reuters