Σε κρίσιμη καμπή βρίσκεται οι ελληνική κτηνοτροφία και γενικότερα η ελληνική αγορά κρέατος. Οι εκτίναξη των τιμών των ζωοτροφών  και της ενέργειας σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών αλλά και των αλλαγών στις διατροφικές συνήθειες  δημιουργούν σημαντικά προβλήματα  στον κλάδο που εδώ και καιρό εκπέμπει σήμα κινδύνου με μείωση του πληθυσμού  των εκτρεφόμενων ζώων.

Σύμφωνα με την Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Κρέατος (ΕΔΟΚ), η επικράτηση συνθηκών οικονομικής ύφεσης είχε ως συνέπεια τη συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και την πτώση της ζήτησης. Παράλληλα, η συρρίκνωση των τραπεζικών χορηγήσεων δημιουργεί σοβαρά προβλήματα ρευστότητας στις επιχειρήσεις και αυξημένες επισφάλειες στην αγορά. Την ίδια στιγμή, οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές ζωοτροφών (δημητριακά, φυράματα, κ.λπ.) επιβαρύνουν άμεσα το κόστος παραγωγής και πλήττουν τον κλάδο της παραγωγής και της εμπορίας. Σε αυτό συνηγορούν και οι κτηνοτρόφοι παραγωγοί, οι οποίοι δηλώνουν αδυναμία να  συντηρήσουν τα κοπάδια τους, καθώς τα κόστη είναι αυξημένα και τα μετρά ενίσχυσης προς αυτούς πενιχρά.

Στην αιγοπροβατοτροφία, το μεγαλύτερο μέρος της εγχώριας κατανάλωσης καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή. Η παραγωγή σε αυτή την κατηγορία κρέατος χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό και πραγματοποιείται από μη συστηματικές μονάδες παραγωγής. Οι εισαγωγές κρέατος είναι περιορισμένες και γίνονται σε συγκεκριμένες περιόδους (Χριστούγεννα και Πάσχα) ανάλογα με την ζήτηση κυρίως από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat εκτρέφεται ο μεγαλύτερος αριθμός αιγoπροβάτων (21% του συνόλου των χωρών της ΕΕ), ενώ παράγεται το 11-12% του αιγοπρόβειου κρέατος στην Ε.Ε

Στην βοοτροφία τα πράγματα είναι  διαφορετικά, καθώς η Ελληνική  κρεατοπαραγωγική καλύπτει μόλις το 30% της συνολικής ζήτησης, με σημαντικές εισαγωγές να γίνονται κάθε χρόνο από τη Γαλλία και  τη Γερμανία για να καλύψουν την εγχωρία ζήτηση. Ανάλογη είναι η εικόνα και στη χοιροτροφία, καθώς σήμερα μόνο το 1/3 της συνολικής εγχώριας κατανάλωσης χοιρινού κρέατος καλύπτει η ελληνική παραγωγή με εισαγωγές  να γίνονται κυρίως από την Ολλανδία και τη Γερμανία. Στην παραγωγή κρέατος πουλερικών, το νωπό ελληνικό κρέας κατέχει το 99%, ενώ αυτάρκεια υπάρχει και στο κρέας που προέρχεται από κουνέλια.

Από τα στοιχεία της τελευταίας απογράφης  του ζωικού κεφαλαίου της χώρας που πραγματοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ το 2021 (έτος αναφοράς 2020) προκύπτει μείωση των πληθυσμών την τελευταία 10ετία. Από το 2009 έως το 2020, η μεγαλύτερη μείωση καταγράφεται στα πουλερικά κατά 26,7% και ακολουθούν οι αίγες κατά 25,3%. Στο 21,6% είναι  η μείωση στους πληθυσμούς των χοίρων, στο 15,7% στα προβατοειδή και στο 3,7% στα βοοειδή ως απόρροια των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι εκτροφείς από τα υψηλά κόστη παραγωγής αλλά και την αδυναμία δραστηριοποιήσει νέων κτηνοτροφιών όταν αποσύρονται οι παλαιότεροι. Ανάλογη είναι και η εικόνα στη ΕE καθώς σύμφωνα με τη Eurostat, ο πληθυσμός των ζώων της ΕΕ μειώνεται. Συγκεκριμένα, το Νοέμβριο-Δεκέμβριο του 2022 υπήρχαν 134 εκατομμύρια χοίροι, κατά 5% λιγότεροι σε σύγκριση με το 2021, 75 εκατομμύρια βοοειδή (-1%), 59 εκατομμύρια πρόβατα (-2%) και 11 εκατομμύρια κατσίκες (-3%).

Δήμητρα Σκούφου, ΤΑ ΝΕΑ