Την ύπαρξη τεράστιων αποκλίσεων ανάμεσα στις τιμές τιμοκαταλόγου και στις πραγματικές τιμές μετά τις εκπτώσεις επιβεβαιώνει νεότερη έρευνα. Δυσκολεύονται να κάνουν επιλογές οι καταναλωτές.
Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που θέτει ένας καταναλωτής για την επιλογή παρόχου μιας υπηρεσίας, εκτός από την ποιότητα, είναι το πόσο θα του κοστίσει. Στην ελληνική αγορά, όμως, είναι πρακτικά αδύνατο να γίνουν ακριβείς συγκρίσεις τιμών από τους καταναλωτές, καθώς οι χρεώσεις χαρακτηρίζονται από αδιαφάνεια και τεράστιες αποκλίσεις μεταξύ των ονομαστικών τιμών και των πραγματικών χρεώσεων.
Οι τσουχτερές τιμές των δεδομένων κινητής στην Ελλάδα αποτελούν σημείο αντιπαράθεσης τα τελευταία χρόνια, ειδικότερα τώρα που βρισκόμαστε στην εποχή που ανατέλλει η εποχή του 5G και εκτοξεύεται η χρήση δεδομένων (mobile data). Τόσο στοιχεία της Eurostat, όσο και έρευνες της φινλανδικής Rewheel κατατάσσουν την Ελλάδα ανάμεσα στις ακριβότερες χώρες στις τιμές των δεδομένων κινητής.
Ωστόσο η ΕΕΤΤ, μετά και τις δυο μελέτες που πραγματοποίησαν οι εταιρείες Tarifica και IDATE, αναφέρει πως οι συγκρίσεις της Ελλάδας με άλλες χώρες μόνο με βάση δημόσια διαθέσιμες τιμές καταλόγου και χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψιν ειδικές προσφορές αλλά και άλλοι, σημαντικοί παράγοντες, όπως η ποιότητα της προσφερόμενης υπηρεσίας και το κόστος ανάπτυξης δικτύου, δεν μπορούν να οδηγήσουν με ευκολία σε ασφαλή συμπεράσματα σχετικά με το κόστος των ηλεκτρονικών επικοινωνιών στη χώρα.
Σε αυτό το «ομιχλώδες» τοπίο, ο καταναλωτής ανάμεσα σε πολλές διαφορετικές χρεώσεις ανά GB καλείται να επιλέξει τον καλύτερο πάροχο. Είναι χαρακτηριστικό πως τα έσοδα των παρόχων στα mobile data από τους συνδρομητές καρτοκινητής (που αποτελούν to 28% των συνολικών εσόδων mobile data) είναι μεγαλύτερα μέσω των προσφορών έναντι εκείνων των βασικών χρεώσεων (0,65 ευρώ ανά GB έναντι 0,56), με την κίνηση να είναι σχεδόν διπλάσια μέσω των προσφορών(76,75 GB έναντι 40,78 εκατ GB στα βασικά προγράμματα).
Από την πλευρά της η φινλανδική Rewheel σε πρόσφατη έκθεση της επισημαίνει ότι η εξαγορά της Wind από την United Group πρόκειται να δημιουργήσει ένα ακόμα πιο σφιχτό ολιγοπώλιο της αγοράς τηλεπικοινωνιών καθώς οι δυο εταιρείες θα ελέγχουν σχεδόν το 80% των συνδρομητών και πιθανότατα θα αποδυναμώσει ακόμα περισσότερο τον ανταγωνισμό στην αγορά.
Τις μεγάλες αποκλίσεις των τιμών παραδέχεται η ΕΕΤΤ
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της ΕΕΤΤ, Κωνσταντίνος Μασσέλος κατά την πρόσφατη τοποθέτηση του στην επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, τόνισε πως το διάστημα 2018 – 2021 στην κινητή τηλεφωνία υπήρξαν μειώσεις που έφταναν το 14% ανά λεπτό ομιλίας, 43% ανά SMS και 61% ανά GB.
Ο κ. Μασσέλος επισήμανε πως σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτει η ΕΕΤΤ, το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι παρουσιάζεται μια διαφορά μεταξύ των τιμών που εμφανίζονται δημόσια στους καταλόγους των παρόχων και στα απολογιστικά τους έσοδα.
Σχολιάζοντας το γεγονός πως η Ελλάδα είναι πολύ πιο ακριβή σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες, ο κ. Μασσέλος υπογράμμισε πως συχνά δε λαμβάνεται επίσης υπόψη ο παράγοντας της ποιότητας, «υπάρχει μια μονοδιάστατη προσέγγιση του προβλήματος. Για παράδειγμα στο πλαίσιο των ερευνών της ΕΕΤΤ συγκρίναμε για συγκεκριμένο πακέτο υπηρεσιών κινητής τη φτηνότερη ελληνική λύση με τη φτηνότερη άλλων χωρών με το ίδιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Είδαμε ότι ένα πακέτο από την Πολωνία είναι πολύ φτηνότερο από το φτηνότερο ελληνικό πακέτο, όμως η ταχύτητα του πολωνικού πακέτου ήταν 6 Mbps και του ελληνικού 105. Ήταν όντως φτηνότερο, αλλά προσφέρει πολύ χαμηλότερη ποιότητα υπηρεσίας. Επομένως έχουμε κάποιους προβληματισμούς ως προς τις μελέτες σύγκρισης τιμών».
Επίσης, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο δείκτης των επικοινωνιών μεταξύ 2020 και 2021 παρουσίασε την μεγαλύτερη ετήσια μείωση (-2,5%) όταν ο γενικός δείκτης τιμών έχει παρουσιάσει ετήσια αύξηση 4,4%.
Σε έρευνα της Tarifica, η Ελλάδα εμφανίζεται ως μια από τις χώρες με τις υψηλότερες τιμές στα mobile data, ωστόσο επισημαίνει πως υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των τιμών που διαφημίζονται δημόσια από τους παρόχους και των τιμών που εν τέλει προσφέρονται στους καταναλωτές. Όπως αναφέρει, το μέσο έσοδο ανά συνδρομητή (Average Revenue Per User - ARPU), όπως προκύπτει από τα στοιχεία αγοράς της ΕΕΤΤ θα ήταν μαθηματικά αδύνατο να επιτευχθεί αν οι συνδρομητές πλήρωναν τις διαφημιζόμενες τιμές λιανικής και συνεπώς η πραγματική τιμολόγηση των κινητών επικοινωνιών στην Ελλάδα δεν αντικατοπτρίζεται στις τιμές που παρουσιάζονται δημόσια από τους παρόχους.
Η Tarifica αναφέρει πως ο λόγος για αυτήν την ασυμφωνία μπορεί να είναι το γεγονός ότι μεγάλο μέρος του ελληνικού πληθυσμού δεν πληρώνει την (πλήρη) τιμή λιανικής όπως διαφημίζεται από τους παρόχους. Πιθανά σε πολλές περιπτώσεις η επιλογή σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας βασίζεται σε προσφορές, οδηγώντας σε χαμηλότερο μέσο έσοδο ανά χρήστη (ARPU) το οποίο προκύπτει από χαμηλότερες πραγματικές τιμές που πληρώνουν οι καταναλωτές.
Η Tarifica χρησιμοποίησε τη μεθοδολογία του ορθολογικού καταναλωτή, η οποία είναι συμβατή με τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί o OΟΣΑ αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και με βάση τα στοιχεία η Ελλάδα βρισκόταν στις κορυφαίες θέσεις των χωρών που έχουν παρόμοιο ΑΕΠ με τις πιο υψηλές τιμές. Ωστόσο η εταιρεία επισημαίνει πως απλές συγκρίσεις που βασίζονται σε κριτήρια όπως το κόστος ανά GB (τιμή καταλόγου) και η ποσότητα των προσφερόμενων δεδομένων ανά μήνα δεν προσφέρουν ολοκληρωμένη εικόνα.
Επιπλέον, η Tarifica προτείνει να διερευνηθούν οι επιπτώσεις του κόστους ανάπτυξης δικτύου και της ποιότητας της υπηρεσίας/ταχύτητας του δικτύου στη διαμόρφωση των επιπέδων των λιανικών τιμών, με δεδομένες τις προκλήσεις που ασκούν στις παραμέτρους αυτές η έντονη εποχικότητα της ζήτησης και το μορφολογικό ανάγλυφο της Ελλάδας (π.χ. μεγάλος αριθμός νησιών).
Η ιταλική εταιρεία αναφέρει πως σε μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο πλαίσιο της περιαγωγής, για τα κόστη δικτύων κινητών επικοινωνιών, το κόστος δικτύου ανά GB για την Ελλάδα είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μεταξύ των χωρών που συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυση. Επιπλέον αναφέρεται σε στοιχεία της εταιρείας Ookla (τα οποία έχουν καθιερωθεί για τις μετρήσεις ποιότητας υπηρεσίας διεθνώς) σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα είναι η τρίτη καλύτερη ως προς την ποιότητα υπηρεσίας μεταξύ των χωρών που συμπεριλαμβάνονται στην ανάλυσή της.
Rewheel: Η έλλειψη ανταγωνισμού οδηγεί ψηλά τις τιμές
Σε επανειλημμένες δημοσιεύσεις της η Rehweel, έχει δείξει ότι η Ελλάδα αποτελεί μια από τις ακριβότερες χώρες παγκοσμίως στις τιμές των mobile data. Παράλληλα, σε έρευνα που δημοσίευσε τον Ιανουάριο τονίζει το γεγονός ότι οι μηνιαίες χρεώσεις είναι έως και 3 φορές χαμηλότερες σε αγορές όπου λειτουργούν 4 ή και περισσότεροι πάροχοι, ενώ η τιμή ανά GB είναι μέχρι και 5 φορές χαμηλότερη σε σχέση με τις χώρες όπου λειτουργούν 3 ή και λιγότεροι πάροχοι.
Η φινλανδική εταιρεία επισημαίνει επίσης πως η συγκέντρωση της αγοράς έχει σημαντική επίπτωση στις τιμές των συνδέσεων, καθώς η μικρότερη συγκέντρωση οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές και ο αριθμός των παρόχων έχει ακόμα μεγαλύτερη επίδραση στη διαμόρφωση των τιμών.
Κάτι το οποίο αναφέρει και η προηγούμενη έρευνα της Rewheel που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο και αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η ελληνική αγορά κινητής τηλεφωνίας όπου είναι παρόντες μόνο τρεις πάροχοι δικτύων κινητής τηλεφωνίας, κατατάχθηκε για άλλη μια φορά ως η ακριβότερη αγορά κινητής τηλεφωνίας στην ΕΕ και ως μία από τις πιο ακριβές αγορές στον κόσμο. Ακόμη και μετά την εξαίρεση του φόρου κινητής τηλεφωνίας, οι ελάχιστες μηνιαίες ελληνικές τιμές των προγραμμάτων smartphone με 1, 3 ή 5 gigabyte ήταν οι υψηλότερες στην ΕΕ».
Είναι χαρακτηριστικό πως τα συμβόλαια για 1 έως 3 GB στην Ελλάδα είναι από τα ακριβότερα στην ΕΕ, ενώ για τα 4 GB οι τιμές που πληρώνουν οι Έλληνες καταναλωτές είναι έως και 6 φορές υψηλότερες το μήνα σε σχέση με τους Γάλλους. Επιπλέον σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat οι χρεώσεις των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στην Ελλάδα το 2020 ήταν υψηλότερες κατά 73% σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Rewheel αναφέρει πως εκτός της Ελλάδος, η Πορτογαλία, το Βέλγιο, η Μάλτα, το Λουξεμβούργο, η Τσεχία, η Κύπρος και η Ουγγαρία κατατάσσονται επίσης στις «ακριβές χώρες» στις ετήσιες συγκρίσεις της Κομισιόν. Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των χωρών είναι πως λειτουργούν μέχρι 3 πάροχοι. Υπογραμμίζει επίσης το γεγονός πως στην Πορτογαλία η πιθανότητα να εισέλθει τέταρτος και πέμπτος παίκτης στις τηλεπικοινωνίες το 2022 μπορεί να μεταμορφώσει την αγορά κινητής της χώρας, ενώ κινήσεις για 4ο παίκτη γίνονται επίσης και σε Βέλγιο, Τσεχία, Κύπρο.
Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί πως αν και οι τιμές παραμένουν πολύ υψηλές, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, τα στοιχεία της ΕΕΤΤ δείχνουν ότι το 2015 τα έσοδα των παρόχων ανά GB έφταναν τα 8,3 ευρώ, ενώ το 2020 το ποσό αυτό είχε περιοριστεί στα 1,3 ευρώ, καταγράφοντας πτώση 90%. Το 2020 η κίνηση στα δεδομένα αυξήθηκε κατά 68% σε σχέση με το 2019, ενώ τα έσοδα σημείωσαν αύξηση μόνο 17% και ανήλθαν στα 508 εκατ. ευρώ, αφού οι εταιρείες έριξαν τις χρεώσεις. Μια πτωτική τάση που συνεχίστηκε και το 2021, καθώς όπως αναφέρουν τα στοιχεία του α’ εξαμήνου η τιμή ανά GB διαμορφώθηκε σε 1,17 ευρώ.
Στέφανος Τσουλάκης Businessdaily.gr