Κόφτες για τις χορηγήσεις νέων στεγαστικών δανείων καθιερώνει η ΤΤΕ με απόφαση του διοικητή Γιάννη Στουρνάρα, ορίζοντας ανώτατο όριο δανείου σε σχέση με την αξία του ακινήτου και ανώτατο όριο εξυπηρέτησης των οφειλών από στεγαστικά δάνεια σε σχέση με το συνολικό εισόδημα του δανειολήπτη. Τα όρια θα είναι ελαστικότερα για όσους είναι νέοι αγοραστές σε μια προσπάθεια να διευκολυνθεί η πρόσβαση νέων στον τραπεζικό δανεισμό για την απόκτηση ακινήτου. Τα νέα όρια θα ισχύουν από την 1η Ιανουαρίου 2025 και προβλέπουν ότι:
• Το δάνειο δεν μπορεί να υπερβαίνει το 80% της εμπορικής αξίας του ακινήτου. Εξαίρεση αποτελούν όσοι παίρνουν για πρώτη φορά στεγαστικό δάνειο, για τους οποίους το ύψος του δανείου δεν μπορεί να υπερβαίνει το 90% της αξίας του ακινήτου.
• Η δαπάνη για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων ενός οφειλέτη δεν μπορεί να ξεπερνάει το 40% του ετήσιου εισοδήματός τους. Εξαίρεση αποτελούν και πάλι οι νέοι αγοραστές, για τους οποίους το όριο ανεβαίνει στο 50%.
• Οι τράπεζες θα μπορούν να υπερβαίνουν τα δύο παραπάνω όρια για το 10% του αριθμού των νέων εκταμιεύσεων και η υπέρβαση θα παρακολουθείται διακριτά για όσους είναι αγοραστές για πρώτη φορά και για τους λοιπούς δανειολήπτες.
Νέος αγοραστής θεωρείται αυτός που καταφεύγει πρώτη φορά στον τραπεζικό δανεισμό για αγορά σπιτιού, ανεξάρτητα εάν διαθέτει ήδη ακίνητο, π.χ. έπειτα από γονική παροχή. Το όριο για τον υπολογισμό του δείκτη εξυπηρέτησης χρέους (dept service to income) θα αφορά όλες τις οφειλές που έχει κάποιος στην τράπεζα. Συγκεκριμένα, εάν η δόση ενός στεγαστικού δανείου απορροφά το 30% του εισοδήματος, η τράπεζα θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη και τυχόν άλλες οφειλές, π.χ. από καταναλωτικά δάνεια ή κάρτες, αθροίζοντας αυτές τις δαπάνες κατά τον υπολογισμό του δείκτη. Επίσης ως εισόδημα για τον υπολογισμό του δείκτη εξυπηρέτησης χρέους θεωρείται το καθαρό, δηλαδή αυτό που προκύπτει μετά την αφαίρεση των φορολογικών και των ασφαλιστικών υποχρεώσεων.
Οπως έχει γράψει η «Κ», η καθιέρωση ορίων σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια αποτελεί μέτρο που εφαρμόζεται από την πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες αυτά τα όρια είναι μάλιστα αυστηρότερα, σε μια προσπάθεια αποφυγής του υπερδανεισμού από τα νοικοκυριά και αποτροπής του κινδύνου δημιουργίας νέων ζημιών για το τραπεζικό σύστημα. Οι κίνδυνοι αυτοί αυξάνονται σε περιόδους ύφεσης και πτώσης της αξίας των ακινήτων, χαρακτηριστικά που αν και δεν ισχύουν σήμερα στη χώρα μας, δεν μπορούν να αποκλειστούν στο μέλλον. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, για το 26,7% των νοικοκυριών στην Ελλάδα τα έξοδα στέγασης αποτελούν ποσοστό άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματος, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 8,7%. Επιπλέον, τα έξοδα στέγασης στη χώρα μας αναλώνουν το 34,2% του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, τη στιγμή που ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται στο 19,6%.
Σύμφωνα με στοιχεία από τις τράπεζες, τα νέα όρια που καθιερώνει η ΤΤΕ δεν απέχουν από την πρακτική που εφαρμόζουν ήδη οι τράπεζες, καθώς περίπου το 94% των νέων χρηματοδοτήσεων στεγαστικών δανείων καλύπτει έως το 80% της αξίας του ακινήτου. Επιπλέον, το 70% των νέων δανειοληπτών δαπανά σήμερα έως το 30% του μισθού του, το 21% δαπανά το 30%-50% και μόλις το 2,2% δαπανά άνω του 50% του μισθού του για την εξυπηρέτηση της μηνιαίας δόσης.
Αν και τα νέα όρια δεν αντιβαίνουν τη γενική πιστοδοτική πολιτική που εφαρμόζουν οι τράπεζες, η καθιέρωσή τους με διοικητική πράξη θεωρείται ότι θα αυστηροποιήσει την πολιτική των χορηγήσεων στεγαστικών δανείων που φθίνουν συνεχώς λόγω των μεγάλων αποπληρωμών που υπερβαίνουν τις νέες εκταμιεύσεις. Τα υπόλοιπα των στεγαστικών δανείων έχουν περιοριστεί στα 28,2 δισ. ευρώ, από 80 δισ. ευρώ το 2010.
Ευγενία Τζώρτζη, Καθημερινή