«Πονοκέφαλο» έχει αρχίσει να δημιουργεί στους ιδιοκτήτες ακινήτων η επιτάχυνση των σχεδίων των τραπεζών για τη μείωση των καταστημάτων τους. Μία τάση που αναμενόταν να ολοκληρωθεί σταδιακά τα επόμενα 2-3 χρόνια, πλέον έχει αρχίσει να «τρέχει» με πολύ ταχύτερο ρυθμό, ανάλογο της «βίαιης» στροφής πολλών καταναλωτών στην ηλεκτρονική τραπεζική, κατά το πρώτο lockdown, πριν από λίγους μήνες.

Η ταχύτατη διάδοση των υπηρεσιών ηλεκτρονικής τραπεζικής, σε συνδυασμό με την μεταφορά όλο και περισσότερων συναλλαγών εκτός καταστήματος, διευκολύνει την μετάβαση των τραπεζών σε ένα πιο ευέλικτο μοντέλο λειτουργίας, με μειωμένο προσωπικό και ένα αισθητά μικρότερο δίκτυο καταστημάτων.

Ουσιαστικά, εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας, διευκολύνεται και διευκολύνεται ο μετασχηματισμός που θα ερχόταν ούτως ή άλλως στον κλάδο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 2020, πριν καν εμφανιστεί ο νέος κορωνοϊός στην Ελλάδα και πριν την επιστροφή της οικονομίας σε ύφεση, οι συστημικές τράπεζες δρομολογούσαν το επόμενο «κύμα» μείωσης του προσωπικού των υποκαταστημάτων και του δικτύου τους. Οι τότε εκτιμήσεις έκαναν λόγο για περίπου 600 λιγότερα υποκαταστήματα, που θα συνέχιζαν τις μειώσεις που προηγήθηκαν.

Κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης της περιόδου 2009-2018, υπολογίζεται ότι το δίκτυο των τραπεζικών υποκαταστημάτων μειώθηκε κατά περίπου 50%, καθώς περίπου 2.200 καταστήματα έκλεισαν. Στη θέση τους λειτουργούν σήμερα, αλυσίδες φούρνων, καφετέριες, εστιατόρια, δηλαδή κλάδοι που επίσης δέχονται σήμερα μεγάλη οικονομική πίεση.

Έτσι, η πρόσφατη απόφαση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος να «κατεβάσει ρολά» σε 41 υποκαταστήματά της και μάλιστα μέχρι το τέλος του έτους, έχει πυροδοτήσει κύμα έντονου προβληματισμού στην αγορά ακινήτων. Αν μάλιστα, η ενέργεια αυτή συνοδευτεί από αντίστοιχες κινήσεις και από τις υπόλοιπες τράπεζες (κάτι που είναι αρκετά πιθανό να συμβεί, καθώς ήδη π.χ. τρέχουν προγράμματα εθελουσίας), τότε οι πιέσεις που θα ασκηθούν στην αγορά των εμπορικών καταστημάτων, θα είναι πολλαπλάσιες και θα απειλήσουν την αγορά με κατάρρευση ενοικίων, υψηλότερη ακόμα και από την σημερινή υποχρεωτική μείωση του 40%.

Στελέχη της κτηματαγοράς εκφράζουν τον προβληματισμό τους για την άμεση και ταυτόχρονη μείωση του αριθμού των καταστημάτων, καθώς αυτή γίνεται σε μια εξαιρετικά δυσχερή συγκυρία για το λιανεμπόριο. Δηλαδή, θα είναι πολύ δυσκολότερη η επαναμίσθωση των ακινήτων αυτών και σίγουρα σε κόστος αρκετά χαμηλότερο του ενοικίου που πλήρωνε η εκάστοτε τράπεζα.

Στο παρελθόν, ανάλογες κινήσεις από τις τράπεζες δεν θεωρούνταν προβληματικές για την αγορά ακινήτων, καθώς η πλειονότητα των υποκαταστημάτων βρίσκονται σε κεντρικά σημεία στις διάφορες περιοχές λειτουργίας, δηλαδή στο κέντρο της εμπορικής ζωής μιας συνοικίας, ή μιας πόλης. Ταυτόχρονα, η αγορά βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία και η κατανάλωση κινούνταν ανοδικά, ιδίως την περίοδο 2018-2019. Έτσι, η κτηματαγορά μπορούσε να απορροφήσει τα κενά αυτά ακίνητα με σημαντική ευκολία, συχνά και σε υψηλότερα ενοίκια, λόγω της υψηλής εμπορικότητάς τους.

Ωστόσο, σήμερα, υπό το βάρος των επικείμενων “λουκέτων” και σε άλλους κλάδους, όπως η εστίαση και το εμπόριο (π.χ. ένδυση, υπόδηση κτλ.), η αγορά ακινήτων δέχεται πολλαπλές πιέσεις, οι οποίες μεγεθύνονται και από τη μείωση της κατανάλωσης. Έτσι, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι τους επόμενους μήνες αναμένεται να εκτυλιχθεί μια δομική αλλαγή στο λιανεμπόριο και κατά συνέπεια και στην κατηγορία των εμπορικών ακινήτων, τα οποία είχαν κατορθώσει να ανακάμψουν σημαντικά, τόσο σε επίπεδο αξιών, όσο και σε επίπεδο ενοικίων, από τις αρχές του 2016 και μετά, αρχής γενομένης φυσικά από την οδό Ερμού.

bussinesdaily.gr